music

Home |my choice | dark wave | punk | αστα να πανε

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Η κουλτούρα της αγένειας



«ΟΤΑΝ ΣΥΝΑΝΤΙΟΥΝΤΑΙ ΤΥΧΑΙΑ ΔΥΟ ΑΓΝΩΣΤΟΙ στον δρόμο, έλεγε ο Έρβιν Γκόφμαν (Αμερικανός κοινωνιολόγος των ηθών της καθημερινής ζωής), αυτό που ακούγεται συχνότερα να βγαίνει από το στόμα τους είναι "καλημέρα" και "συγγνώμη".


Και συμπλήρωνε: Αυτά τα "καλημέρα" και τα "συγγνώμη" πρέπει να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη και να τα μελετήσουμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί μια κοινωνία. ΑΝ Ο ΓΚΟΦΜΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ σε ένα ελληνικό αστικό κέντρο τού σήμερα, ας πούμε στην πρωτεύουσα, θα παρατηρούσε ότι όταν συναντιούνται δύο άγνωστοι μπορούν να ακουστούν πολλά διαφορετικά πράγματα, εκ των οποίων σπανιότερα "καλημέρα" και "συγγνώμη". Ο εισαγωγικός χαιρετισμός συχνά απουσιάζει ή στην καλύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από ένα, μάλλον επιθετικό, "να σας πω!". Η έκφραση δε του αιτήματος που πυροδοτεί την επικοινωνία είναι συχνά αδιαμεσολάβητη: "Θέλω αυτό" ή "Έχετε το τάδε;" ή "Το τσιγάρο σας έρχεται κατευθείαν πάνω μου!". Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΛΕΚΤΙΚΗΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ συχνά και από εκφράσεις αγένειας πέραν της φυσικής γλώσσας: η παντελής αδυναμία συγκρότησης ουράς σε ένα ταμείο και οι συνακόλουθοι αναστεναγμοί δυσαρέσκειας που βγαίνουν από το παρατοποθετημένο μπουλούκι των ανθρώπων, το σολιψιστικό μπλοκάρισμα του διαδρόμου ή της πόρτας στο βαγόνι του μετρό, η ευκολία με την οποία κάποιος "δεν σε βλέπει" και σε προσπερνά κλέβοντας τη σειρά σου, χωρίς να αντιλαμβάνεται καν το "δυνατό άγγιγμα" που προκύπτει από το σκούντημα ή ποδοπάτημα, δεν είναι παρά μερικές από αυτές. Η ΑΓΕΝΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ.
Σε όλες τις πόλεις, όπου η επικοινωνία δεν γίνεται με όρους γνωριμίας όπως συμβαίνει στις πιο μικρές κοινότητες, οι άνθρωποι συχνά απογοητεύονται από τη συμπεριφορά τρίτων απέναντί τους. Το ενδιαφέρον όμως της ελληνικής αγένειας στις τυχαίες δημόσιες συναντήσεις μεταξύ αγνώστων είναι ότι αυτή δεν γίνεται ποτέ αντιληπτή ως μεμονωμένη παρέκκλιση από έναν κανόνα αστικής ευγένειας παρά θεωρείται κανονικότητα. Αντίθετα, μέσα σε ένα καθεστώς απόλυτης αστικής διαστροφής, οι τύποι ευγένειας είναι εκείνοι που θεωρούνται παρέκκλιση και γίνονται συχνά αντικείμενο γελοιοποίησης, σχολιασμού και (καλοπροαίρετης;) πλάκας. Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΑΓΕΝΕΙΑΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΑΣΦΑΛΩΣ και τους όρους δημοσιότητας των δημοσίων προσώπων. Φωνές, τσιρίδες, υποτιμητικός πληθυντικός και μάγκικος ενικός κυριαρχούν στη ζωντανή και τηλεοπτική πολιτική αντιπαράθεση. "Ακούς τι σου λέω, ρε; Ακούς τι σου λέω;", "Αυτό που σου λέω, εγώ!" ακούγονται να βγαίνουν από το στόμα μελιτζανοκόκκινων προσώπων έτοιμων να εκραγούν. Περιγραφικά επίθετα εν είδει κατηγορητηρίου (Καραγκιόζης, μαφιόζοι, λαμόγια, ρουφιάνοι) και ηθικολογίζοντες αφορισμοί ("σα δεν ντρέπεστε!", "καλά, εντάξει, μπαρμπούτσαλα") και πού και πού κανένα αναστοχαστικό συγγνώμη ("Μα είστε εντελώς ηλίθιος, συγγνώμη κιόλας") δίνουν και παίρνουν προτού τα διακόψει ρυθμικά η τέλεια μονοτονία της επανάληψης: "Με αφήνετε να μιλήσω; Με αφήνετε να μιλήσω; Μα γιατί δε με αφήνετε να μιλήσω;". Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΑΓΕΝΕΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΥΤΗ ΚΑΚΗ, όπως αντίστοιχα μια άλλη εθνική κουλτούρα ευγένειας δεν είναι καθαυτή καλή. Πράγματι η χρήση κάποιων λέξεων όπως "καλημέρα", "συγγνώμη", "ορίστε", "παρακαλώ", "ευχαριστώ", καθώς και η χρήση του πληθυντικού αριθμού δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους την καλή συμβίωση των κατοίκων των πόλεων, ούτε επαρκούν για να εξαλείψουν τη βία -βίαιες συμπεριφορές εκδηλώνονται κάλλιστα και σε συνθήκες απόλυτης ευγένειας. Επιτελούν όμως, όπου χρησιμοποιούνται, μια σειρά από πολύπλοκες κοινωνικές λειτουργίες τις οποίες δεν πρέπει να παραβλέψουμε: οργανώνουν τις τυχαίες αλλά αναπόφευκτες συναντήσεις μεταξύ αγνώστων, φτιάχνουν μικρές καθημερινές τελετουργίες, αισθητικοποιούν την επικοινωνία κρύβοντας την πραγματική αδιαφορία που μπορεί να νιώθει ο ένας για τον άλλον, επιτρέπουν την έκφραση μέχρι και των πιο παράδοξων αιτημάτων διαλύοντας και ξαναφτιάχνοντας στιγμιαίες σχέσεις εξάρτησης. Κυρίως, όμως, υφαίνουν το πλαίσιο μιας κουλτούρας που υπολογίζει τον Άλλον, επιτρέπει την κριτική, αλλά επιζητεί τη συναίνεση. ΟΧΙ, Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΑΓΕΝΕΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΥΤΗ ΚΑΚΗ. Ευνοεί όμως τις εκρήξεις, τις φορμαλιστικές αντιπαραθέσεις και τις ανταγωνιστικές επιδείξεις υπέρμετρων εγώ. Αντίθετα, η αναγνώριση του Άλλου και η προσοχή στις ανάγκες του, που αυτόματα προκύπτουν από τη μηχανική χρήση ξερών τύπων ευγένειας, καθρεφτίζουν μία προδιάθεση συναίνεσης, απαραίτητη για την αστική συμβίωση. Ευγένειες και αγένειες, ήρθε η ώρα όλες αυτές τις λέξεις, τις στάσεις, τις συμπεριφορές, να τις πάρουμε στα σοβαρά».

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Δε θέλεις να γίνεις αετός, ανθρωπάκο. Γι’αυτό παραμένεις κότα…





 Του Βίλχεμ Ράιχ.


Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αητός άμα έκλωθε αυγά μιας κότας;

Αρχικά ο αητός νομίζει ότι θα κλωσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν. Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά κοτόπουλα.

Απελπισμένος ο αητός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αητοί.
Μα που τέτοιο πρίμα! Τελικά δε βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν.

Όταν ο αητός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται. Κι ό,τι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα· πως ανάμεσα στα τόσα κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αετόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα αετόπουλο που από την ψηλή φωλιά του θ” ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους, σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής.

Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει το λυπημένο, τον αποξενωμένο αητό από την απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν, και που δεν βλέπουν ότι τα κλώσει ένας αητός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ’ ένα ψηλό, απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες.

Δεν ατενίζουν την απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αητός.

Μόνο καταβροχθίζουν και καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ό,τι φέρνει ο αητός στη φωλιά. Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αητό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και δυνατά του φτερά όταν απ” όξω κροτάλιζε η βροχή και αναβροντούσαν οι καταιγίδες που “κείνος άντεχε δίχως καμιά προστασία.

Όταν τα πράμματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν. Όταν ο αητός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια. Μα το ξανασκέφτηκε κι” άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν – έπρεπε να βρεθεί – ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο μοναχός αητός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα. Κι εξακολουθεί να κλώσει κοτόπουλα. Δεν θέλεις να γίνεις αητός, Ανθρωπάκο. Γιαυτό σε τρώνε τα όρνεα. Φοβάσαι τους αητούς κι” έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι. Γιατί μερικά από τα κοτόπουλα σου έχουν κλωσήσει αυγά όρνεων. Και τα όρνεά σου έχουνε γίνει οι Φύρερ σου ενάντια στους αητούς, τους αητούς που θελήσανε να σε οδηγήσουν σε μακρινότερες, πιο υποσχετικές αποστάσεις.


Τα όρνεα σε δίδαξαν να τρως ψοφίμια και νεάσει ικανοποιημένος με ελάχιστα σπυριά σιτάρι. Σ” έμαθαν και να ωρύεσαι «Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!». Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι ακόμη φοβάσαι τους αητούς που κλωσάμε τα κοτόπουλά σου.