Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το να μιλάμε
για το Βασίλη το Ραφαηλίδη και να λέμε ότι είναι ιδιόμορφη περίπτωση κι
ότι σπάει όλα τα καλούπια κι ότι ακολουθεί το δικό του δρόμο κτλ κτλ
είναι απολύτως περιττό. Τα γραπτά του μιλάνε από μόνα τους. Και δεν
είναι μόνο η γλώσσα ή η άκρατη ειρωνεία που καταδεικνύουν ένα ύφος
μοναδικό. Είναι ο ίδιος ο τρόπος της ιστορικής αναζήτησης – αναφερόμαστε
περισσότερο στο Ραφαηλίδη ως ιστορικό – που στηρίζεται (σχεδόν εξολοκλήρου) στην υποκειμενική τοποθέτηση, χωρίς όμως να παραποιούνται στο ελάχιστο τα γεγονότα. Γιατί ο Ραφαηλίδης δεν είναι καταγραφέας της ιστορίας, είναι ερμηνευτής. Είναι δηλαδή ο άνθρωπος που κατανοεί εκ των προτέρων το αδύνατο της αποστασιοποίησης και παραιτείται. Τα πράγματα στο Ραφαηλίδη είναι δεδομένα εκ των προτέρων. Δεν ασχολούμαστε με την ιστορία, ασχολούμαστε με την απόδοση της ιστορίας. Η μετατροπή της ιστορίας σε υπόθεση προσωπική είναι η μάχη της διανόησης που οφείλει να λειτουργεί κριτικά απέναντι σε όλα τα ερεθίσματα. Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου καυστικού ύφους είναι η άρνηση κάθε σοβαροφάνειας. Γιατί ο Ραφαηλίδης δεν ενδιαφέρεται να χτίσει το βάθρο απ’ όπου θα μιλήσει. Είναι ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα μας στην ταβέρνα. Γι’ αυτό δεν καταφεύγει σε μεθόδους επιστημονικές. Γιατί ο συνδαιτυμόνας δεν χρειάζεται πιστοποιημένες μεθοδεύσεις. Γι’ αυτό στον Ραφαηλίδη δεν υπάρχουν ούτε παραπομπές, ούτε ιστορικές μαρτυρίες. Ακόμη και η βιβλιογραφία που παραθέτει είναι απολύτως ενδεικτική και λειτουργεί περισσότερο ως αναγνωστική πρόταση παρά ως ιστορική πηγή. Όμως, αν και μέσα σ’ αυτό το εντελώς ανεπίσημο πλαίσιο, δεν υποπίπτει ποτέ σε ατοπήματα. Με το Ραφαηλίδη μπορεί να διαφωνούμε σε πολλά ως προς την ερμηνεία, όμως ποτέ ως προς τα γεγονότα. Υπό αυτές τις συνθήκες πλέκονται οι γνωστές ραφαηλιδικές ισορροπίες, που συνοψίζονται στην επιλογή του αστείου που κρύβει τις μεγαλύτερες αλήθειες. Το βιβλίο «Η Μεγάλη Περιπέτεια του Μαρξισμού» είναι απολύτως ενδεικτικό.
περισσότερο στο Ραφαηλίδη ως ιστορικό – που στηρίζεται (σχεδόν εξολοκλήρου) στην υποκειμενική τοποθέτηση, χωρίς όμως να παραποιούνται στο ελάχιστο τα γεγονότα. Γιατί ο Ραφαηλίδης δεν είναι καταγραφέας της ιστορίας, είναι ερμηνευτής. Είναι δηλαδή ο άνθρωπος που κατανοεί εκ των προτέρων το αδύνατο της αποστασιοποίησης και παραιτείται. Τα πράγματα στο Ραφαηλίδη είναι δεδομένα εκ των προτέρων. Δεν ασχολούμαστε με την ιστορία, ασχολούμαστε με την απόδοση της ιστορίας. Η μετατροπή της ιστορίας σε υπόθεση προσωπική είναι η μάχη της διανόησης που οφείλει να λειτουργεί κριτικά απέναντι σε όλα τα ερεθίσματα. Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου καυστικού ύφους είναι η άρνηση κάθε σοβαροφάνειας. Γιατί ο Ραφαηλίδης δεν ενδιαφέρεται να χτίσει το βάθρο απ’ όπου θα μιλήσει. Είναι ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα μας στην ταβέρνα. Γι’ αυτό δεν καταφεύγει σε μεθόδους επιστημονικές. Γιατί ο συνδαιτυμόνας δεν χρειάζεται πιστοποιημένες μεθοδεύσεις. Γι’ αυτό στον Ραφαηλίδη δεν υπάρχουν ούτε παραπομπές, ούτε ιστορικές μαρτυρίες. Ακόμη και η βιβλιογραφία που παραθέτει είναι απολύτως ενδεικτική και λειτουργεί περισσότερο ως αναγνωστική πρόταση παρά ως ιστορική πηγή. Όμως, αν και μέσα σ’ αυτό το εντελώς ανεπίσημο πλαίσιο, δεν υποπίπτει ποτέ σε ατοπήματα. Με το Ραφαηλίδη μπορεί να διαφωνούμε σε πολλά ως προς την ερμηνεία, όμως ποτέ ως προς τα γεγονότα. Υπό αυτές τις συνθήκες πλέκονται οι γνωστές ραφαηλιδικές ισορροπίες, που συνοψίζονται στην επιλογή του αστείου που κρύβει τις μεγαλύτερες αλήθειες. Το βιβλίο «Η Μεγάλη Περιπέτεια του Μαρξισμού» είναι απολύτως ενδεικτικό.
Κατά το Ραφαηλίδη
ο μαρξισμός ξεκινά πολύ πριν από τον Μαρξ, αφού σε τελική ανάλυση ο
μαρξισμός δεν είναι παρά το όραμα της ιδανικής συνύπαρξης ή αλλιώς η
προοπτική της ιδεατής κοινωνικής οργάνωσης που θέτει ως βάση την ισότητα
που κατοχυρώνεται μέσα από την κοινοκτημοσύνη. Όταν το 1516 ο Τόμας Μορ
κυκλοφόρησε το βιβλίο «Περί της καλλίστης δημοκρατίας της ευρισκομένης
επί της νέα νήσου Ουτοπίας» ουσιαστικά πρόταξε τη δική του «Ουτοπία» ως
απόπειρα εξασφάλισης της κοινωνικής γαλήνης: «Στην Ουτοπία του Μορ
επικρατεί καθεστώς άψογης κοινοκτημοσύνης. Όπως λέει ο σοφός σερ και Άγιος, η κοινοκτημοσύνη είναι η λύτρωση από τον εγωκεντρισμό, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο. Να, λοιπόν, τι είναι η Ουτοπία, λύτρωση από τον εγωκεντρισμό δια της κοινοκτημοσύνης. Σοσιαλισμός σημαίνει κοινωνισμός, κυριαρχία του συλλογικού πάνω στο ατομικό. Τον όρο θα τον δημιουργήσει το 1830 ο σαινσιμονιστής Πιέρ Λερού». (σελ. 19). Φυσικά, η αναζήτηση της ουτοπίας είναι ακόμη πιο παλιά υπόθεση, αφού σε τελική ανάλυση και η πλατωνική πολιτεία και οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου ουτοπίες είναι. Ο Μορ είναι ο εισηγητής της σοσιαλιστικής ουτοπίας, που όμως διαμορφώνεται μέσα από το χριστιανικό ιδεώδες: «Ακριβώς αυτό είναι ο σοσιαλισμός. Ένας χριστιανισμός που δεν κρεμάει όλα τα αμαρτήματα από το προπατορικό, αλλά προσπαθεί να τα καταργήσει όλα εκτός από το προπατορικό». (σελ. 19). Το 1602 ο Τομάζο Καμπανέλα θα φέρει στον κόσμο τη δική του ουτοπία με το έργο «Πολιτεία του Ήλιου». Σταδιακά, η αναζήτηση της ουτοπίας αρχίζει να σπάει το θρησκευτικό μονοπώλιο του παραδείσου και να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα επίγεια. Ο Σαιν – Σιμόν επιτέθηκε και στους αστούς και στους φεουδάρχες. Αν και καλός χριστιανός υποστήριζε ανοιχτά την ανωτερότητα των επιστημόνων έναντι των παπάδων. Πίστευε ότι η βιομηχανία θα μπορούσε να λύσει όλα τα κοινωνικά προβλήματα: «Ο σαινσιμονισμός, η πρώτη μορφή θεωρητικά επεξεργασμένου σοσιαλισμού, θα γίνει Σχολή με χιλιάδες οπαδούς στη Γαλλία κυρίως αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι αυτή η Σχολή που θα δημιουργήσει τους διαζευκτικούς όρους “εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενοι”, “εργαζόμενοι και αργόσχολοι”. Οι σαινσιμονιστές ξέρουν πως η κοινωνία είναι ταξικά διαρθρωμένη, αλλά πιστεύουν στη συνεργασία κι όχι στην πάλη των τάξεων. Με σύγχρονους όρους θα μπορούσαμε ίσως να τους χαρακτηρίσουμε σοσιαλδημοκράτες». (σελ. 26 – 27). Από την άλλη ο Φουριέ προσπαθεί να πραγματώσει τον ουτοπικό σοσιαλισμό. Φανατικός εχθρός των εμπόρων ιδρύει τα φαλανστήρια που είναι «συνεργατικά και συνεταιριστικά αγροτικά κοινόβια, που σχεδίασε με κάθε λεπτομέρεια». Θα λέγαμε ότι σύγχρονες εκδοχές των φαλανστηρίων είναι τα εβραϊκά κιμπούτς: «Μιλούμε για μια εποχή που όλοι οι κοινωνιστές ψάχνονται και τίποτε δεν έχει κατασταλάξει. Ο σοσιαλισμός δεν φτιάχτηκε από κάποιον θεωρητικό, προέκυψε μέσα από μακρόχρονες κοινωνικές διεργασίες με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους». (σελ. 30). Η ιστορία της ουτοπίας συνεχίζεται με το κεφάλαιο Όουεν που προσπάθησε να της δώσει οικονομικό περιεχόμενο: «Ο Όουεν δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, ενδιαφέρεται για την οικονομία και αφήνει την πολιτική να βγει μέσα από αυτήν. Κάνει πριν από τον Μαρξ ό,τι και ο Μαρξ. Δουλεύει κατά κύριο λόγο στην οικονομική βάση και αφήνει το εποικοδόμημα να διαμορφωθεί σύμφωνα με τη βάση». (σελ. 42). Ο Όουεν ήταν ο βιομήχανος που πίστευε ότι η βιομηχανία θα δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Εξαιρετικά πετυχημένος έδωσε ένα νέο στίγμα στην παραγωγή δίνοντας βάση στην ευημερία των εργατών και στη δυναμική του συνεταιρισμού. Θα λέγαμε ότι όχι απλώς ξεπέρασε, αλλά μάλλον έδρασε αντίθετα από τα καπιταλιστικά πρότυπα της εποχής του. Τελικά θα χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο πρότυπο κομμουνιστικό κοινόβιο που ίδρυσε στην Αμερική και που ονόμασε «Νέα Αρμονία»: «Δεν σου χρειάζονται πολλά για να είσαι σοσιαλιστής. Μόνο αγάπη για τον άνθρωπο. Ακόμη κι ένας βιομήχανος μπορεί να είναι σοσιαλιστής. Άλλωστε βιομήχανος ήταν και ο Έγκελς. Ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο για τους φτωχούς, είναι κυρίως για τους τίμιους». (σελ. 47).
επικρατεί καθεστώς άψογης κοινοκτημοσύνης. Όπως λέει ο σοφός σερ και Άγιος, η κοινοκτημοσύνη είναι η λύτρωση από τον εγωκεντρισμό, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο. Να, λοιπόν, τι είναι η Ουτοπία, λύτρωση από τον εγωκεντρισμό δια της κοινοκτημοσύνης. Σοσιαλισμός σημαίνει κοινωνισμός, κυριαρχία του συλλογικού πάνω στο ατομικό. Τον όρο θα τον δημιουργήσει το 1830 ο σαινσιμονιστής Πιέρ Λερού». (σελ. 19). Φυσικά, η αναζήτηση της ουτοπίας είναι ακόμη πιο παλιά υπόθεση, αφού σε τελική ανάλυση και η πλατωνική πολιτεία και οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου ουτοπίες είναι. Ο Μορ είναι ο εισηγητής της σοσιαλιστικής ουτοπίας, που όμως διαμορφώνεται μέσα από το χριστιανικό ιδεώδες: «Ακριβώς αυτό είναι ο σοσιαλισμός. Ένας χριστιανισμός που δεν κρεμάει όλα τα αμαρτήματα από το προπατορικό, αλλά προσπαθεί να τα καταργήσει όλα εκτός από το προπατορικό». (σελ. 19). Το 1602 ο Τομάζο Καμπανέλα θα φέρει στον κόσμο τη δική του ουτοπία με το έργο «Πολιτεία του Ήλιου». Σταδιακά, η αναζήτηση της ουτοπίας αρχίζει να σπάει το θρησκευτικό μονοπώλιο του παραδείσου και να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα επίγεια. Ο Σαιν – Σιμόν επιτέθηκε και στους αστούς και στους φεουδάρχες. Αν και καλός χριστιανός υποστήριζε ανοιχτά την ανωτερότητα των επιστημόνων έναντι των παπάδων. Πίστευε ότι η βιομηχανία θα μπορούσε να λύσει όλα τα κοινωνικά προβλήματα: «Ο σαινσιμονισμός, η πρώτη μορφή θεωρητικά επεξεργασμένου σοσιαλισμού, θα γίνει Σχολή με χιλιάδες οπαδούς στη Γαλλία κυρίως αλλά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι αυτή η Σχολή που θα δημιουργήσει τους διαζευκτικούς όρους “εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενοι”, “εργαζόμενοι και αργόσχολοι”. Οι σαινσιμονιστές ξέρουν πως η κοινωνία είναι ταξικά διαρθρωμένη, αλλά πιστεύουν στη συνεργασία κι όχι στην πάλη των τάξεων. Με σύγχρονους όρους θα μπορούσαμε ίσως να τους χαρακτηρίσουμε σοσιαλδημοκράτες». (σελ. 26 – 27). Από την άλλη ο Φουριέ προσπαθεί να πραγματώσει τον ουτοπικό σοσιαλισμό. Φανατικός εχθρός των εμπόρων ιδρύει τα φαλανστήρια που είναι «συνεργατικά και συνεταιριστικά αγροτικά κοινόβια, που σχεδίασε με κάθε λεπτομέρεια». Θα λέγαμε ότι σύγχρονες εκδοχές των φαλανστηρίων είναι τα εβραϊκά κιμπούτς: «Μιλούμε για μια εποχή που όλοι οι κοινωνιστές ψάχνονται και τίποτε δεν έχει κατασταλάξει. Ο σοσιαλισμός δεν φτιάχτηκε από κάποιον θεωρητικό, προέκυψε μέσα από μακρόχρονες κοινωνικές διεργασίες με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους». (σελ. 30). Η ιστορία της ουτοπίας συνεχίζεται με το κεφάλαιο Όουεν που προσπάθησε να της δώσει οικονομικό περιεχόμενο: «Ο Όουεν δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, ενδιαφέρεται για την οικονομία και αφήνει την πολιτική να βγει μέσα από αυτήν. Κάνει πριν από τον Μαρξ ό,τι και ο Μαρξ. Δουλεύει κατά κύριο λόγο στην οικονομική βάση και αφήνει το εποικοδόμημα να διαμορφωθεί σύμφωνα με τη βάση». (σελ. 42). Ο Όουεν ήταν ο βιομήχανος που πίστευε ότι η βιομηχανία θα δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Εξαιρετικά πετυχημένος έδωσε ένα νέο στίγμα στην παραγωγή δίνοντας βάση στην ευημερία των εργατών και στη δυναμική του συνεταιρισμού. Θα λέγαμε ότι όχι απλώς ξεπέρασε, αλλά μάλλον έδρασε αντίθετα από τα καπιταλιστικά πρότυπα της εποχής του. Τελικά θα χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο πρότυπο κομμουνιστικό κοινόβιο που ίδρυσε στην Αμερική και που ονόμασε «Νέα Αρμονία»: «Δεν σου χρειάζονται πολλά για να είσαι σοσιαλιστής. Μόνο αγάπη για τον άνθρωπο. Ακόμη κι ένας βιομήχανος μπορεί να είναι σοσιαλιστής. Άλλωστε βιομήχανος ήταν και ο Έγκελς. Ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο για τους φτωχούς, είναι κυρίως για τους τίμιους». (σελ. 47).
Ο Μαρξ
ήταν ο άνθρωπος που έδωσε στην αναζήτηση της ουτοπίας επιστημονικό υπόβαθρο. «Το Κεφάλαιο» δεν είναι τίποτε άλλο από την επιστημονική κατάδειξη της καπιταλιστικής αδικίας: «Με το μαρξιστικό νόμο της αξίας έγινε επιτέλους αντιληπτό πως ο πλούτος δεν είναι “θείον δώρο”. Είναι ανθρώπινο δώρο. Άνθρωποι είναι αυτοί που κάνουν πλούσιους άλλους ανθρώπους. Ο πλούτος δεν είναι ούτε πρόβλημα εξυπνάδας, ούτε πρόβλημα φυσικής ικανότητας, ούτε πρόβλημα ταλέντου». (σελ. 103). Η επιστημονική απόδειξη του σφετερισμού του πλούτου στην καπιταλιστική παραγωγή είναι η νέα ώθηση του ουτοπικού οραματισμού που για τον Μαρξ δεν είναι τίποτε άλλο από την αταξική κοινωνία. Η έννοια της υπεραξίας που ο Μαρξ έφερε στο προσκήνιο είναι η κατάδειξη της πιο αγριεμένης ατομικότητας. Το καπιταλιστικό σύστημα στηρίζεται στο υπερτροφικό εγώ που θεωρεί απολύτως λογικό να εκμεταλλεύεται τους άλλους προς ίδιον πλουτισμό. Εξάλλου δεν πρόκειται για εκμετάλλευση, αλλά για ικανότητα. Το να κατέχει κάποιος τη θέση ισχύος είναι απολύτως φυσιολογικό. Ο εργάτης έχει τη θέση που του αξίζει κι αν βρισκόταν στη θέση του βιομήχανου θα έκανε ακριβώς τα ίδια. Όμως η νομιμοποίηση και σε ηθικό επίπεδο της εργασιακής εκμετάλλευσης, δηλαδή της κοινωνικής ανισότητας, είναι η συντριβή της κοινωνικότητας κι εδώ βρίσκονται οι ρίζες της πάλης των τάξεων. Η αταξική κοινωνία είναι το τέλος αυτών των διαφορών. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα σελίδα της ουτοπίας που πλέον αποκτά χειροπιαστές – επιστημονικές βάσεις. Η μελέτη της ιστορίας με επιστημονικούς όρους και η κατάδειξη της αναγκαστικής καπιταλιστικής πτώσης με καθαρά (οικονομικά) μαθηματικά είναι το πέρασμα στον κομμουνισμό που πλέον αποκτά νομοτελειακές διαστάσεις. Η διαλεκτική, ως ακατανίκητος φιλοσοφικός νόμος, θα συντρίψει τον καπιταλισμό και την κοινωνική αδικία. Η ουτοπία γίνεται πιο χειροπιαστή από ποτέ. Η αταξική κοινωνία είναι όραμα και του αναρχισμού. (Ο Μπακούνιν είναι μαρξιστής). Όμως ο Μαρξ αντιλαμβάνεται την ιστορία μέσα από σαφείς επιστημονικούς νόμους. Το πέρασμα στην αταξική κοινωνία (και η συνεπαγόμενη κατάλυση του κράτους) μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ολοκλήρωση του καπιταλιστικού κύκλου στην ιστορία (που θα ανατραπεί με επανάσταση) και προϋποθέτει τη δικτατορία του προλεταριάτου ως αναγκαστική μεταβατική κατάσταση. Ο Μπακούνιν δεν μπορεί να ακούει τα περί δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Μπακούνιν θέλει επανάσταση κι άμεσο πέρασμα στην αταξική κοινωνία. Θεωρεί ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά υπερτροφία του κράτους, δηλαδή δικτατορία του κόμματος. (Αν δεχτούμε ότι το μεγάλο πείραμα της ουτοπίας ήταν η Σοβιετική Ένωση, ο Μπακούνιν δικαιώθηκε. Αν όμως αναλογιστούμε το κατά πόσο επικράτησε ο μαρξισμός στην ΕΣΣΔ, το πράγμα περιπλέκεται πάρα πολύ).
ήταν ο άνθρωπος που έδωσε στην αναζήτηση της ουτοπίας επιστημονικό υπόβαθρο. «Το Κεφάλαιο» δεν είναι τίποτε άλλο από την επιστημονική κατάδειξη της καπιταλιστικής αδικίας: «Με το μαρξιστικό νόμο της αξίας έγινε επιτέλους αντιληπτό πως ο πλούτος δεν είναι “θείον δώρο”. Είναι ανθρώπινο δώρο. Άνθρωποι είναι αυτοί που κάνουν πλούσιους άλλους ανθρώπους. Ο πλούτος δεν είναι ούτε πρόβλημα εξυπνάδας, ούτε πρόβλημα φυσικής ικανότητας, ούτε πρόβλημα ταλέντου». (σελ. 103). Η επιστημονική απόδειξη του σφετερισμού του πλούτου στην καπιταλιστική παραγωγή είναι η νέα ώθηση του ουτοπικού οραματισμού που για τον Μαρξ δεν είναι τίποτε άλλο από την αταξική κοινωνία. Η έννοια της υπεραξίας που ο Μαρξ έφερε στο προσκήνιο είναι η κατάδειξη της πιο αγριεμένης ατομικότητας. Το καπιταλιστικό σύστημα στηρίζεται στο υπερτροφικό εγώ που θεωρεί απολύτως λογικό να εκμεταλλεύεται τους άλλους προς ίδιον πλουτισμό. Εξάλλου δεν πρόκειται για εκμετάλλευση, αλλά για ικανότητα. Το να κατέχει κάποιος τη θέση ισχύος είναι απολύτως φυσιολογικό. Ο εργάτης έχει τη θέση που του αξίζει κι αν βρισκόταν στη θέση του βιομήχανου θα έκανε ακριβώς τα ίδια. Όμως η νομιμοποίηση και σε ηθικό επίπεδο της εργασιακής εκμετάλλευσης, δηλαδή της κοινωνικής ανισότητας, είναι η συντριβή της κοινωνικότητας κι εδώ βρίσκονται οι ρίζες της πάλης των τάξεων. Η αταξική κοινωνία είναι το τέλος αυτών των διαφορών. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα σελίδα της ουτοπίας που πλέον αποκτά χειροπιαστές – επιστημονικές βάσεις. Η μελέτη της ιστορίας με επιστημονικούς όρους και η κατάδειξη της αναγκαστικής καπιταλιστικής πτώσης με καθαρά (οικονομικά) μαθηματικά είναι το πέρασμα στον κομμουνισμό που πλέον αποκτά νομοτελειακές διαστάσεις. Η διαλεκτική, ως ακατανίκητος φιλοσοφικός νόμος, θα συντρίψει τον καπιταλισμό και την κοινωνική αδικία. Η ουτοπία γίνεται πιο χειροπιαστή από ποτέ. Η αταξική κοινωνία είναι όραμα και του αναρχισμού. (Ο Μπακούνιν είναι μαρξιστής). Όμως ο Μαρξ αντιλαμβάνεται την ιστορία μέσα από σαφείς επιστημονικούς νόμους. Το πέρασμα στην αταξική κοινωνία (και η συνεπαγόμενη κατάλυση του κράτους) μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ολοκλήρωση του καπιταλιστικού κύκλου στην ιστορία (που θα ανατραπεί με επανάσταση) και προϋποθέτει τη δικτατορία του προλεταριάτου ως αναγκαστική μεταβατική κατάσταση. Ο Μπακούνιν δεν μπορεί να ακούει τα περί δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Μπακούνιν θέλει επανάσταση κι άμεσο πέρασμα στην αταξική κοινωνία. Θεωρεί ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά υπερτροφία του κράτους, δηλαδή δικτατορία του κόμματος. (Αν δεχτούμε ότι το μεγάλο πείραμα της ουτοπίας ήταν η Σοβιετική Ένωση, ο Μπακούνιν δικαιώθηκε. Αν όμως αναλογιστούμε το κατά πόσο επικράτησε ο μαρξισμός στην ΕΣΣΔ, το πράγμα περιπλέκεται πάρα πολύ).
Το σίγουρο είναι
ότι ο Λένιν κατάφερε να πάρει την εξουσία στη Σοβιετική Ένωση. Κι ακόμη
πιο σίγουρο είναι ότι η Οκτωβριανή επανάσταση είναι το αποκορύφωμα της
μαρξιστικής περιπέτειας: «Ο Λένιν και οι σύντροφοί του τάχτηκαν εξαρχής
και χωρίς περιστροφές υπέρ της βίαιης κατάληψης της εξουσίας απ’ το
προλεταριάτο. Πίστευε ο Λένιν, και η κατοπινή εξέλιξη των πραγμάτων θα
δείξει πως είχε δίκιο, πως αν το προλεταριάτο πήγαινε, όπως θα λέγαμε
εμείς, “με το σταυρό στο χέρι”, δεν θα του έμενε στο τέλος ούτε σταυρός,
ούτε χέρι». (σελ. 237). Ο Λένιν είναι η δυναμική διεκδίκηση της
ουτοπίας, η φωνή που έχει βαρεθεί την έννοια «ου – τόπος» και που
απαιτεί πρακτική εφαρμογή. Φτάνουμε στη στιγμή που η ουτοπία γίνεται
πραγματικότητα. Η συνέχεια γνωστή. Εκβιομηχάνιση σε χρόνο ρεκόρ, νίκη
απέναντι στο φασισμό, προβάδισμα στην κατάκτηση του διαστήματος,
εκτίναξη δηλαδή της ουτοπίας σε υπερδύναμη και ταυτόχρονα τραγωδία στην
Κρονστάνδη, δίκες στη Μόσχα, εξόντωση του Τρότσκι, σταλινικό ανελεύθερο,
γιγάντωση της γραφειοκρατίας, διαρκής οικονομική πτώση, έλλειψη αντοχής
στον αμερικάνικο τεχνολογικό ανταγωνισμό, οικονομική κατάρρευση,
ανάδειξη του γκανγκστερισμού (που ξεπήδησε σαφώς από τις προηγούμενες
δομές). Είναι φανερό ότι κάτι δεν πήγε καλά στον υπαρκτό σοσιαλισμό κι η
ουτοπία δεν άντεξε στο χρόνο. Ερμηνείες φυσικά πολλές. Φταίει ο Στάλιν,
φταίει ο Μπρέζνιεφ, φταίει ο Γκορμπατσόφ, φταίει η γραφειοκρατία,
φταίει ότι ατόνησαν τα σοβιέτ, φταίει ο διαρκής ανταγωνισμός, φταίει ότι
δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός αν δεν είναι παγκόσμιος, φταίει η
εφαρμογή του μαρξισμού, φταίει η μη εφαρμογή του μαρξισμού, φταίει η
ιστορική συγκυρία κτλ, κτλ, κτλ. Όλες οι απόψεις διεκδικούν το δικό τους
μερίδιο αλήθειας. Όμως η ενδοσκόπηση στις αδυναμίες του υπαρκτού
σοσιαλισμού στερείται κάθε νοήματος αν δεν συγχρωτιστεί με το μεγάλο
ποτάμι της ουτοπίας που οφείλει να συνεχίσει. Η απαρέγκλιτη προσκόλληση
σε γραμμές που πρέπει να διατηρούν την καθαρότητά τους και που, υπό αυτή
την προοπτική, είναι αδύνατο να εξελιχθούν, δεν είναι μόνο ο
κατακερματισμός και η αποδυνάμωση της αριστεράς, αλλά η ματαίωση της
ουτοπίας που αδυνατεί να προχωρήσει. (Θα λέγαμε ότι αυτό ισχύει και για
τον αναρχικό χώρο). Με άλλα λόγια ο μαρξισμός δεν μπορεί να αποτελεί
πνευματική ιδιοκτησία κανενός. Ο μαρξισμός ανήκει στην αναζήτηση της
ουτοπίας και οφείλει να επαναπροσδιοριστεί στα σύγχρονα δεδομένα. Πριν
από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρχαν νεομαρξιστικές φωνές
που προσπάθησαν να εξελίξουν τη μαρξιστική σκέψη. (Η σχολή της
Φρανκφούρτης, ο Αλτουσέρ, ο Σαρτρ και ο δικός μας ο Πουλαντζάς είναι
ενδεικτικά παραδείγματα). Σήμερα, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η
καπιταλιστική προπαγάνδα προσπαθεί να ταυτίσει το μαρξισμό με το
οικονομικό αδιέξοδο, το ανεφάρμοστο, τον αθεράπευτο ρομαντισμό, με δυο
λόγια τη γραφικότητα. Από την άλλη, ο άκαμπτος μαρξισμός – από μερίδα
της αριστεράς – μετατρέποντας το παιχνίδι της αναζήτησης σε παιχνίδι
ιδεολογικής ιδιοκτησίας, χωρίς να το θέλει, ευλογεί τη στασιμότητα. Κι
εδώ ακριβώς βρίσκεται η αδυναμία της αριστεράς, που, σε τελική ανάλυση,
αδυνατεί να εμπνεύσει, ακριβώς επειδή αδυνατεί να τροφοδοτήσει εκ νέου
το όραμα της ουτοπίας. Όμως η στέρηση του οράματος είναι η καρδιά κάθε
αδιεξόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου