Με
αφορμή ένα πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ, υπό τον τίτλο “The Marketing of
Madness”, διερωτάται κανείς, βλέποντάς το, εάν είναι πάντοτε αναγκαία η κατανάλωση
φαρμάκων για τον έλεγχο και την ρύθμιση μιας ψυχοπαθολογικής συμπεριφοράς. Με
έντονα κριτική διάθεση απέναντι στον τομέα της ψυχιατρικής και της
φαρμακοθεραπείας, το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει θέματα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον,
γύρω από τον τρόπο που ελέγχεται και ρυθμίζεται σήμερα από τους ειδικούς, μέχρι
και η πιο απλή ψυχική ασθένεια.
Σύμφωνα με ψυχιατρική έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού
Υγείας, 540 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν διεθνώς, από κάποια ψυχική ασθένεια. Η
συγκεκριμένη διαπίστωση θα μπορούσε να ισοδυναμεί τρεις φορές, με τον πληθυσμό
των περισσότερων μεγαλουπόλεων του κόσμου. Η ερώτηση που γεννάει αυτή η πρόταση
είναι “εάν υπάρχουν πράγματι, τόσο πολλοί ασθενείς ή είναι και αυτό μία
περίπτωση καλού μάρκετινγκ”. Και η απάντηση δεν δίνεται όσο δεν φαίνεται να
ανησυχεί κανείς, για την γενική εικόνα της κοινωνίας. Για το τι ακριβώς
συμβαίνει σε αυτή, με τον πολλαπλασιασμό της αλλοίωσης της διάθεσης και των
συναισθημάτων από τα φάρμακα.
Μόνο στα τελευταία 60 χρόνια, αρχίσαμε πραγματικά την
χορήγηση φαρμάκων, δηλητηριάζοντας τον εγκέφαλο με τόσο τρομερά τοξικές
ουσίες”, παραδέχεται ο Κλινικός Ψυχολόγος, Τόμπι Γουάτσον. Σύμφωνα με ειδικούς
από τον χώρο του μάρκετινγκ, ψυχικές διαταραχές, όπως το άγχος και η κατάθλιψη
αποτελούν τις πιο ασαφείς κατηγορίες ασθένειας για τη χορήγηση φαρμάκων, ενώ
σπάνια βασίζονται σε μετρήσιμα σωματικά συμπτώματα. Η ιατρική γνωμάτευση
ωστόσο, καταλήγει συχνά, στη χορήγηση φαρμάκων, όπως είναι τα αντικαταθλιπτικά,
προβάλλοντας τις ιδιότητες τους ως ένα “μαγικό” χάπι που θα αποδεσμεύσει τον
ασθενή από οποιαδήποτε ψυχική δυσφορία.
Όλα ή σχεδόν, τα περισσότερα ψυχοτρόπα φάρμακα έχουν πέρα
από “μαγικές” ιδιότητες και κάποιες εξίσου, ισχυρές παρενέργειες. Μέσα στις
παρενέργειες είναι και η επιδείνωση των συμπτωμάτων που το φάρμακο ισχυρίζεται
ότι αντιμετωπίζει. Ένα αγχολυτικό φάρμακο καταπολεμά συνήθως, την νευρικότητα,
τις διαταραχές πανικού, την ίδια στιγμή όμως, μπορεί να προκαλέσει αυξημένη
επιθετικότητα ή παραισθήσεις. Στην ουσία, ένα φάρμακο βάζει τον ασθενή σε κίνδυνο
με τον ίδιο τρόπο που τον βοηθάει.
Σύμφωνα με τον κλινικό ψυχολόγο, Ρίτσαρντ Λάντις, “Τα
περισσότερα ψυχοτρόπα τείνουν να ισοπεδώσουν τα πράγματα. Μειώνεις την
κατάθλιψη, μειώνεις επίσης, και την χαρά. Και έτσι υποβιβάζεται το τι σημαίνει
να είσαι άνθρωπος, προκειμένου να αποφύγεις την αντιμετώπιση του προβλήματος”.
Κατά την περιγραφή του Διευθυντή Υπηρεσιών Οικογενειακής Υποστήριξης στο Τέξας,
Τζόσουα Μπόιντσταν, ένα ισχυρό φάρμακο προκαλεί ολοκληρωτικό “μούδιασμα
συναισθημάτων”, δεν αφήνει χώρο σε κανένα συναίσθημα.
Αν η αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου κρίνεται αβέβαιη,
χορηγείται και δεύτερο, προωθώντας τον χαρακτήρα της “πολυφαρμακολογίας”. Στην
πραγματικότητα, μαθαίνεις να χειρίζεσαι τις παρενέργειες από το πρώτο φάρμακο,
επιβαρύνοντας τον οργανισμό με ένα νέο. Για παράδειγμα, τα αντικαταθλιπτικά
προκαλούν αϋπνία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ανάγκη για ένα ακόμη, χάπι
για τον ύπνο. “Και δεν υπάρχει ίχνος έρευνας που να υποστηρίζει ότι είναι
ασφαλές και αποτελεσματικό να συνδυάζονται μαζί δύο φάρμακα”.
Οι
ψυχίατροι ως... θεράποντες ιατροί
Πολύ πριν την χορήγηση φαρμάκων, οι ψυχίατροι στήριζαν
τους ασθενείς τους, υποσχόμενοι να γιατρέψουν τους ψυχικά αρρώστους.
Υποστηρίζεται πως η αποτυχία τους από την θεωρία στην πράξη δεν μπορούσε να τους
καταστήσει γιατρούς από τον κυρίως, κλάδο της ιατρικής, με αποτέλεσμα να
εντάξουν κι εκείνοι τα φάρμακα στην επιστήμη τους, ως πανάκεια που θα τους
εξασφάλιζε τον αυθεντικό επιστημονικό τίτλο του ιατρικού επαγγέλματος.
Η μοντέρνα ψυχιατρική βασίστηκε στην χορήγηση ψυχοτρόπων
φαρμάκων από τα πρώτα κιόλας, χρόνια στα άσυλα παραφρόνων, κατά την διάρκεια
του 19ου αιώνα. Οι ψυχικές παθήσεις δεν ανήκαν πια στην ψυχολογία, ήταν
συμπτώματα μιας ασθένειας και για να τα θεραπεύσουν οι ψυχίατροι χορηγούσαν
συνταγές. Για να ελέγξουν τα ξεσπάσματα των εγκλείστων μάλιστα, οι γιατροί
χρησιμοποίησαν τα αρχικά ψυχοτρόπα όπως τη “μορφίνη” και το “όπιο”, αλλά σε
αντίθεση με τους ισχυρισμούς τους, αυτά δεν βοήθησαν, αλλά αντιθέτως, αποδείχτηκαν
άκρως εθιστικά. Αυτό οδήγησε σε μια νέα γενιά εξάρτησης με πειραματικές
θεραπείες, πολλές από τις οποίες προωθούσαν την ηρωίνη στην Αμερική και την
Ευρώπη, κατά τον 20ο αιώνα.
Ο
Sigmund Freud και η κοκαΐνη
Ο θεμελιωτής της ψυχιατρικής, Sigmund Freud, υποστήριξε
ότι η κοκαΐνη θα μπορούσε να αποδειχθεί σωτήρια για την αντιμετώπιση ψυχικών
δυσκολιών. Η μελέτη Uber Coca, (περί Κοκαΐνης), αφορούσε την περίοδο που
ασχολήθηκε με την κλινική χρήση της κοκαΐνης σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας ή
νευρικής κατάπτωσης, ως φάρμακο ικανό να αντικαταστήσει την μορφίνη που
χορηγούνταν μέχρι τότε. Μεγάλο ρόλο στα εντυπωσιακά άρθρα, που δημοσίευε ο
ίδιος, περί ευεργετικών ιδιοτήτων της κοκαΐνης, φαίνεται πως έπαιξαν οι
γίγαντες των φαρμακοβιομηχανιών της εποχής, που αναφέρεται, ότι τον πλήρωναν
για να επιδοκιμάζει τα εκχυλίσματά τους.
Η θεωρία του έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία μίας
ολόκληρης βιομηχανίας της κοκαΐνης του δυτικού κόσμου, στις αρχές του 20ου
αιώνα. “Κρασί κοκαΐνης της Metcalf”- “Δημοφιλές Γαλλικό Τονωτικό Κρασί”,
“Σταγόνες για τον πονόδοντο με κοκαΐνη”, “Θεραπεία Πιτυρίδας με κοκαΐνη” είναι
μόνο μερικές από τις επιγραφές που συναντούσες σε μαγαζιά. Οι περισσότεροι
άνθρωποι άρχισαν να εθίζονται, και έπρεπε να αντιμετωπίσουν ανεπανόρθωτες
βλάβες του οργανισμού τους. Έπρεπε να μάθουν να ζουν με το νευρολογικό
πρόβλημα, το οποίο προκαλούνταν από τις φαρμακοβιομηχανίες που προωθούσαν το
συγκεκριμένο φάρμακο.
Αργότερα, ο Freud έγραψε: “Η ψυχική επίδραση της κοκαΐνης
αποτελείται από ευθυμία και διαρκή ευφορία, δεν προκαλεί ψυχαναγκαστική
επιθυμία για περαιτέρω χρήση του διεγερτικού”.
Η συνειδητοποίηση πως έπρεπε να βρεθεί άλλο χάπι “ευτυχίας” δεν άργησε
να έρθει. Οι αμφεταμίνες ήταν ο επόμενος σταθμός, κι εκείνες όμως, αποδείχθηκαν
πολύ τοξικές και εθιστικές.
“Με τα φάρμακα που
μου έγραψε ο γιατρός ένιωθα απαίσια. Συνεχείς πονοκέφαλοι, συνεχής ναυτία,
ήθελα να γυρίσω ανάποδα το δέρμα μου λες και υπήρχαν ζωύφια πάνω μου”.
“Με έκανε να νιώθω αργή, νωθρή. Κι αν με ρώταγε κάποιος
κάτι, έπαιρνε ένα λεπτό πριν πω “Τι;”
“Σου ρουφάει όλη την ζωή, και είναι σαν ένα σώμα. Σαν
μηχανή”,
“Δεν ήθελα να ζω. Δεν επιθυμούσα να ζω. Ένιωθα
άθλια”.
Αναμφίβολα, μία χρόνια και σοβαρή ψυχική πάθηση ίσως, να μην
μπορεί να θεραπευτεί από μόνη της. Εκείνο το οποίο πρέπει να διαχωριστεί είναι
πότε μία ψυχική δυσφορία οφείλεται σε μία προσωρινά, πεσμένη ψυχολογική διάθεση
και πότε σε έναν ιατρικά, αποδεδειγμένο όρο. “Η δύναμη του να πείθεις ανθρώπους
που είναι υγιείς ότι είναι άρρωστοι, ή τους ελαφρώς αρρώστους ότι είναι πολύ
σοβαρά” είναι ίσως, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου