Ο Γεώργιος Καρτάλης αποτελεί μία πολύ σημαντική προσωπικότητα της
ελληνικής πολιτικής σκηνής1 με διεθνή αλλά όχι ανάλογη εσωτερική
ακτινοβολία, αν και υπήρξε γόνος μεγάλης πολιτικής οικογένειας της
Θεσσαλίας και ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του. Το
γεγονός ότι το ιδιότυπο αυτό είδος Έλληνα πολιτικού δεν κέρδισε την
αναγνώριση που έπρεπε οφείλεται σε δύο λόγους που συνιστούν δύο
παθογένειες, μάλλον, παρά χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτικού
συστήματος: ο πρώτος ήταν ότι πέθανε νέος και ο δεύτερος ότι κινήθηκε
μόνιμα, σε μια ιδιαίτερα πολωμένη εποχή, έξω από τα άκρα του πολιτικού
φάσματος.
Η επιλογή αυτή δεν υπαγορεύθηκε τόσο από την «κεντρώα» πολιτική του τοποθέτηση όσο από τη μετριοπάθεια και την οξύνοια με την οποία αντιμετώπιζε τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Γεώργιος Καρτάλης διέθετε το σπάνιο για την εποχή του προνόμιο να εντοπίζει τις υπόγειες διεργασίες που θα αναδεικνύονταν στην επιφάνεια μερικά χρόνια αργότερα και προσαρμοζόταν σε αυτές, όχι με την προσδοκία ενός οπορτουνιστή που επιδιώκει να καρπωθεί κάτι από τις μελλοντικές εξελίξεις, αλλά με την αγωνία ενός ανθρώπου που αναζητεί την κατάλληλη στιγμή για να οικοδομήσει το όραμά του. Και το μεγαλύτερο όραμα του Γεωργίου Καρτάλη, αυτό που τον καταξιώνει αποδέκτη αυτών των γραμμών, ήταν η εθνική συμφιλίωση. Η γεφύρωση ενός μίσους που του στέρησε τον συνοδοιπόρο του στην Εθνική Αντίσταση και τη χαρά να δει τη χώρα να εξέρχεται από τα συντρίμμια του πολέμου ενωμένη και έτοιμη να αναγεννηθεί.
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Καρτάλης υπήρξε, όμως, και ένας πολιτικός με τεράστια μόρφωση σε μια εποχή όπου το κριτήριο για να γίνει κανείς επιτυχημένος πολιτικός ελάχιστα σχετιζόταν με αυτή την ιδιότητα. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Οικονομικά στην Ελβετία, στη Γερμανία και στην Αγγλία. Η πολιτική παράδοση της οικογένειάς του τον ώθησε γρήγορα στην πολιτική, τη δεκαετία του ’30, στο πλευρό των φιλοβασιλικών δυνάμεων, χαρίζοντάς του τα πρώτα υπουργικά αξιώματα. Η σύμπραξη βασιλιά και Μεταξά και η συνακόλουθη αδράνεια του παλαιού αστικού κόσμου στη δύσκολη περίοδο της Κατοχής, προκάλεσαν την πολιτική μεταστροφή του Καρτάλη προς τον χώρο του Κέντρου.
Ο Γεώργιος Καρτάλης δραστηριοποιήθηκε έντονα στην Αντίσταση, στο πλαίσιο της οργάνωσης ΕΚΚΑ που συνίδρυσε μαζί με άλλες προσωπικότητες και κυρίως τον φιλοβενιζελικό απόστρατο συνταγματάρχη Ψαρρό, παλεύοντας πάντα για τη δημιουργία πνεύματος συμφιλίωσης μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων. Τον σκοπό αυτόν υπηρέτησε με πάθος και στα εμφυλιοπολεμικά χρόνια, τόσο από τις διάφορες υπουργικές θέσεις, τις οποίες κατείχε στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις συνεργασίας, όσο και με τη γενικότερη πολιτική του δραστηριότητα. Συμμετείχε καθοριστικά στη νίκη των κεντρώων δυνάμεων στα έτη 1950-1952, κατά τα οποία βρέθηκε και πάλι σε υπουργικές θέσεις αφήνοντας μεγάλο έργο πίσω του, ενώ το 1954 εξελέγη με ποσοστό ρεκόρ δήμαρχος Βόλου. Από το 1954 έως το 1957 εργάστηκε με πάθος για την εθνική συμφιλίωση και την ενοποίηση των κεντρώων δυνάμεων, ώσπου τον βρήκε ξαφνικά ο θάνατος τον Σεπτέμβριο του 1957.
Ο πρόωρος θάνατός του άφησε στη μέση τη σοβαρότερη ίσως προσπάθεια οικοδόμησης εθνικής συμφιλίωσης στη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, τη σημασία της οποίας ο Καρτάλης εντόπισε από πολύ νωρίς, όταν οι περισσότεροι πολιτικοί οικοδομούσαν το προφίλ τους σε αυτήν ακριβώς την πολιτική κατάσταση και ίσως αυτό και μόνο το στοιχείο της πολύπλευρης προσωπικότητας του Γεωργίου Καρτάλη να τον καθιστά ξεχωριστό.
Η πολιτική και κοινωνική αφετηρία του Γεωργίου Καρτάλη
Ο Καρτάλης προερχόταν από τη σημαντικότερη πολιτική οικογένεια του Βόλου. Ο παππούς του υπήρξε, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, ο πρώτος δήμαρχος Βόλου και ιδρυτής του τοπικού Καρταλικού κόμματος, το οποίο επί 50 περίπου χρόνια δέσποζε στην πολιτική ζωή του Βόλου. Ο Γεώργιος Καρτάλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908. Έτυχε όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τα σημερινά δεδομένα εξαιρετικής και σπάνιας σε ποικιλία μόρφωσης. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γενεύη όπου ολοκλήρωσε τη Μέση Εκπαίδευση και το 1925 έγινε δεκτός στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Τον επόμενο χρόνο άλλαξε κατεύθυνση και σπούδασε Οικονομικά στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και της Λειψίας (1926-1929). Από το 1930 έως το 1932 σπούδασε στο London School of Economics με ειδίκευση στα Δημόσια Οικονομικά και στην Κοινωνιολογία. Το 1932-1933 παρακολούθησε μαθήματα στο Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία στο Κίελο.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του θείου του, δημάρχου και εκπροσώπου του Τρικουπικού κόμματος στον Βόλο Κωνσταντίνου Καρτάλη, το 1933, ο Γεώργιος Καρτάλης επέστρεψε στην Ελλάδα για να αναλάβει αυτός πλέον την εκπροσώπηση του Καρταλικού κόμματος. Τον επόμενο χρόνο, το 1934, σε ηλικία μόλις 26 ετών, ήταν υποψήφιος για τη Δημαρχία του Βόλου, την οποία έχασε για λίγες ψήφους. Στις εκλογές του Ιουνίου του 1935 κατήλθε στον πανελλήνιο πολιτικό στίβο και εξελέγη βουλευτής με το Λαϊκό Κόμμα. Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης του ανέθεσε αμέσως καθήκοντα υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας (19 Ιουλίου - 10 Οκτωβρίου 1935) στην κυβέρνησή του. Ο Καρτάλης ανέλαβε υπουργικά καθήκοντα και στην κυβέρνηση Κονδύλη, το υπουργείο Εργασίας αυτή τη φορά (16 Οκτωβρίου-30 Νοεμβρίου 1935) που ιδρύθηκε μόλις τότε. Στον ελάχιστο χρόνο που διατήρησε αυτή τη θέση ο Γ. Καρτάλης συνέβαλε σημαντικά στην κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας και στην προσαρμογή της προς τις διεθνείς συμβάσεις.
Στις σημαδιακές για την ιστορία του τόπου εκλογές που ακολούθησαν, στις 26 Ιανουαρίου του 1936, μετά την επιστροφή του Γεωργίου Β΄, ο Γεώργιος Καρτάλης επανεξελέγη πρώτος βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια Λαρίσης - Μαγνησίας με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα του Ιωάννη Θεοτόκη. Αυτή η Βουλή δεν επιβίωσε, ως γνωστόν, παρά λίγους μόνο μήνες καθώς μεσολάβησε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, το οποίο υπήρξε και γεγονός καθοριστικής σημασίας για την προσωπική ζωή του Γεωργίου Καρτάλη αφού τον οδήγησε σε ρήξη με την οικογενειακή παράδοση, μετατρεποντάς τον από βασιλόφρονα πολιτικό σε οπαδό της αβασίλευτης δημοκρατίας και μέτοχο των νέων ιδεολογικών διεργασιών που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο εν εξελίξει στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος Καρτάλης έλαβε, έτσι, μέρος σε διάφορες αντιδικτατορικές κινήσεις χωρίς να αναλάβει όμως κάποιο πρωταγωνιστικό ρόλο.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου κατατάχθηκε ως εθελοντής στον στρατό και μετά το τέλος του πολέμου, την ίδια ώρα που το μεγαλύτερο τμήμα του παλαιού πολιτικού κόσμου εγκατέλειπε τη χώρα, ο ίδιος αποφάσισε να παραμείνει στην Ελλάδα.
Η δράση του Γεωργίου Καρτάλη στα ταραγμένα χρόνια της Κατοχής
Από τα τέλη κιόλας του 1941 ο Γεώργιος Καρτάλης ήρθε σε επαφή με διάφορες προσωπικότητες από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα με στόχο τη δημιουργία κάποιας αντιστασιακής οργάνωσης. Τον Νοέμβριο του 1942, σε συνεργασία με τον βενιζελικό συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρό, που είχε αποταχθεί από τις τάξεις του στρατού μετά το βενιζελικό πραξικόπημα του 1935, ίδρυσε την αντιστασιακή και μη ελεγχόμενη από το ΕΑΜ οργάνωση ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Η ίδρυση της ΕΚΚΑ έγινε και με την υποστήριξη του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.
Το Καταστατικό της ΕΚΚΑ που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1943 προπαγάνδιζε τον στόχο της «Λαοκρατούμενης Δημοκρατίας», καθώς οι οργανωτές της ΕΚΚΑ είχαν διαβλέψει την ισχυρή τάση στον λαό για κοινωνικές αλλαγές και θέλησαν να προσαρμόσουν προς την κατεύθυνση αυτήν την αποστολή της οργάνωσης και χρησιμοποίησαν τον όρο για να τονίσουν τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτόν στο ίδιο πρόγραμμα γινόταν λόγος και για «κοινωνικοποίηση». Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΚΑ πλαισίωναν επίσης οι συνταγματάρχες Δημήτριος Καραχρήστος, για τον σύνδεσμο με τους αξιωματικούς και Δημήτριος Γεωργαντάς, για τα οικονομικά, ο στρατιωτικός γιατρός Αλέξανδρος Κωστόπουλος, οι δικηγόροι Απόστολος Καψαλόπουλος και Δημήτριος Κατάβολος και ο ανώτερος υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους Δημήτριος Μανωλέτος. Η ΕΚΚΑ διακήρυξε ότι ήταν έτοιμη να συνεργαστεί με όλες τις οργανώσεις και με το ΕΑΜ, αλλά αρνήθηκε να συγχωνευθεί με αυτό. Ως στρατιωτικό σκέλος της ΕΚΚΑ συγκροτήθηκε το Σύνταγμα 5/42 με έδρα την Παρνασσίδα, ιδιαίτερη πατρίδα του Δημήτρη Ψαρρού.
Η ίδρυση του 5/42 οδήγησε, σχεδόν αμέσως, σε συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ και στην πρώτη αναγκαστική αυτοδιάλυσή του, τον Μάιο του 1943. Χάρη στην επιμονή του Γεωργίου Καρτάλη, όπως και του Δαμασκηνού, το σύνταγμα 5/42 επανασυγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1943. Με την επανασυγκρότηση του 5/42, η ΕΚΚΑ απέκτησε και πάλι ιδιαίτερη βαρύτητα και ο Γεώργιος Καρτάλης συμμετείχε στην αντιπροσωπία των αντιστασιακών οργανώσεων που μετέβη στο Κάιρο για συνεννοήσεις με την κυβέρνηση Τσουδερού τον Αύγουστο του 1943, από την οποία διαφάνηκε ότι ο βασιλιάς ήταν ανεπιθύμητος στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Ο Καρτάλης συνδύαζε την εποχή εκείνη την αντιστασιακή του δράση με ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στη μετακατοχική Ελλάδα, την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας που είχε αμαυρωθεί ανεπανόρθωτα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά και την αποφυγή ανταγωνισμών με τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Μετά την επιστροφή της αντιστασιακής αντιπροσωπίας στην Ελλάδα, ο πολιτικός από τον Βόλο κατέβαλε έντιμες προσπάθειες (που σήμερα αναγνωρίζονται από όλες τις παρατάξεις) για να περιοριστούν οι εμφύλιες συγκρούσεις, που έχουν ήδη αρχίσει μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, και πρωταγωνίστησε στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Μυρόφυλλο και στην Πλάκα (Φεβρουάριος 1944) με στόχο την ανακωχή μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων. Το αποτέλεσμα της εύθραυστης συναίνεσης που επιτεύχθηκε στις συμφωνίες αυτές δεν είχε διάρκεια παρά λίγους μόνο μήνες. Τον Απρίλιο του 1944 οι συγκρούσεις μεταξύ όλων των αντιαστασιακών οργανώσεων ξανάρχισαν και μία ισχυρή δύναμη του ΕΛΑΣ διέλυσε το 5/42, συνέλαβε αιχμάλωτο τον προσωπικό φίλο του Καρτάλη, Δημήτρη Ψαρρό και τον δολοφόνησε ενώ τον μετέφερε στην έδρα του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Καρτάλης να επιτεθεί με σφοδρότητα στο Συνέδριο του Λιβάνου, στο οποίο έλαβε μέρος, καθώς βρισκόταν ακόμα υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φόρτισης. Στην κυβέρνηση Παπανδρέου που προέκυψε από το Λίβανο ο Γεώργιος Καρτάλης ανέλαβε, στις 8 Ιουνίου του 1944, το υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, θέση από την οποία συνεργάστηκε στενά με τον προσωπικό του φίλο Γεώργιο Σεφέρη για την προβολή της νέας κυβέρνησης στο εξωτερικό.
Μετά την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου στην Ελλάδα, στις 18 Οκτωβρίου του 1944, ο Καρτάλης, που είχε συγκρουσθεί με τον πρωθυπουργό Παπανδρέου λόγω της επιμονής του στη διάλυση των Ταγμάτων Ασφαλείας που ο Καρτάλης θεωρούσε sine qua non προϋπόθεση για την ειρήνευση και τη σταθερότητα, και ήταν ανεπιθύμητος στον βασιλιά Γεώργιο Β΄ λόγω της αντιμοναρχικής του στάσης, απομακρύνθηκε από το υπουργείο Τύπου και ορκίσθηκε υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου (23/10/1944 - 3/1/1945).
Μετά τα Δεκεμβριανά ο Γεώργιος Καρτάλης υπήρξε η σημαντικότερη πολιτική προσωπικότητα της πολιτικής ομάδας που συγκροτήθηκε γύρω από την εφημερίδα Ελευθερία, η οποία συσπείρωσε νέους ανθρώπους με αντιστασιακή δράση και αντιμοναρχική τοποθέτηση, ενώ μετά την εκλογική επικράτηση του Εργατικού Κόμματος στη Μεγάλη Βρετανία (τον Ιούλιο του 1945) διέθετε και τη βρετανική υποστήριξη. Γι’ αυτό, και παρά την αντίδραση του Δαμασκηνού, η ομάδα της Ελευθερίας, ύστερα από έντονη παρέμβαση του Βρετανού πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λήπερ, συμμετείχε με έξι υπουργούς και υφυπουργούς στην κυβέρνηση Σοφούλη που σχηματίστηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1945. Στην κυβέρνηση Σοφούλη ο Γεώργιος Καρτάλης υπουργοποιήθηκε εκ νέου, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Εφοδιασμού, θέση από την οποία παραιτήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1946 καταγγέλλοντας την εκλογική παρωδία που προετοιμαζόταν και επιλέγοντας την αποχή από τις εκλογές όπως έπραξε τότε και το ΕΑΜ
Η επιλογή αυτή δεν υπαγορεύθηκε τόσο από την «κεντρώα» πολιτική του τοποθέτηση όσο από τη μετριοπάθεια και την οξύνοια με την οποία αντιμετώπιζε τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Γεώργιος Καρτάλης διέθετε το σπάνιο για την εποχή του προνόμιο να εντοπίζει τις υπόγειες διεργασίες που θα αναδεικνύονταν στην επιφάνεια μερικά χρόνια αργότερα και προσαρμοζόταν σε αυτές, όχι με την προσδοκία ενός οπορτουνιστή που επιδιώκει να καρπωθεί κάτι από τις μελλοντικές εξελίξεις, αλλά με την αγωνία ενός ανθρώπου που αναζητεί την κατάλληλη στιγμή για να οικοδομήσει το όραμά του. Και το μεγαλύτερο όραμα του Γεωργίου Καρτάλη, αυτό που τον καταξιώνει αποδέκτη αυτών των γραμμών, ήταν η εθνική συμφιλίωση. Η γεφύρωση ενός μίσους που του στέρησε τον συνοδοιπόρο του στην Εθνική Αντίσταση και τη χαρά να δει τη χώρα να εξέρχεται από τα συντρίμμια του πολέμου ενωμένη και έτοιμη να αναγεννηθεί.
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Καρτάλης υπήρξε, όμως, και ένας πολιτικός με τεράστια μόρφωση σε μια εποχή όπου το κριτήριο για να γίνει κανείς επιτυχημένος πολιτικός ελάχιστα σχετιζόταν με αυτή την ιδιότητα. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Οικονομικά στην Ελβετία, στη Γερμανία και στην Αγγλία. Η πολιτική παράδοση της οικογένειάς του τον ώθησε γρήγορα στην πολιτική, τη δεκαετία του ’30, στο πλευρό των φιλοβασιλικών δυνάμεων, χαρίζοντάς του τα πρώτα υπουργικά αξιώματα. Η σύμπραξη βασιλιά και Μεταξά και η συνακόλουθη αδράνεια του παλαιού αστικού κόσμου στη δύσκολη περίοδο της Κατοχής, προκάλεσαν την πολιτική μεταστροφή του Καρτάλη προς τον χώρο του Κέντρου.
Ο Γεώργιος Καρτάλης δραστηριοποιήθηκε έντονα στην Αντίσταση, στο πλαίσιο της οργάνωσης ΕΚΚΑ που συνίδρυσε μαζί με άλλες προσωπικότητες και κυρίως τον φιλοβενιζελικό απόστρατο συνταγματάρχη Ψαρρό, παλεύοντας πάντα για τη δημιουργία πνεύματος συμφιλίωσης μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων. Τον σκοπό αυτόν υπηρέτησε με πάθος και στα εμφυλιοπολεμικά χρόνια, τόσο από τις διάφορες υπουργικές θέσεις, τις οποίες κατείχε στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις συνεργασίας, όσο και με τη γενικότερη πολιτική του δραστηριότητα. Συμμετείχε καθοριστικά στη νίκη των κεντρώων δυνάμεων στα έτη 1950-1952, κατά τα οποία βρέθηκε και πάλι σε υπουργικές θέσεις αφήνοντας μεγάλο έργο πίσω του, ενώ το 1954 εξελέγη με ποσοστό ρεκόρ δήμαρχος Βόλου. Από το 1954 έως το 1957 εργάστηκε με πάθος για την εθνική συμφιλίωση και την ενοποίηση των κεντρώων δυνάμεων, ώσπου τον βρήκε ξαφνικά ο θάνατος τον Σεπτέμβριο του 1957.
Ο πρόωρος θάνατός του άφησε στη μέση τη σοβαρότερη ίσως προσπάθεια οικοδόμησης εθνικής συμφιλίωσης στη μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, τη σημασία της οποίας ο Καρτάλης εντόπισε από πολύ νωρίς, όταν οι περισσότεροι πολιτικοί οικοδομούσαν το προφίλ τους σε αυτήν ακριβώς την πολιτική κατάσταση και ίσως αυτό και μόνο το στοιχείο της πολύπλευρης προσωπικότητας του Γεωργίου Καρτάλη να τον καθιστά ξεχωριστό.
Η πολιτική και κοινωνική αφετηρία του Γεωργίου Καρτάλη
Ο Καρτάλης προερχόταν από τη σημαντικότερη πολιτική οικογένεια του Βόλου. Ο παππούς του υπήρξε, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, ο πρώτος δήμαρχος Βόλου και ιδρυτής του τοπικού Καρταλικού κόμματος, το οποίο επί 50 περίπου χρόνια δέσποζε στην πολιτική ζωή του Βόλου. Ο Γεώργιος Καρτάλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908. Έτυχε όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τα σημερινά δεδομένα εξαιρετικής και σπάνιας σε ποικιλία μόρφωσης. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γενεύη όπου ολοκλήρωσε τη Μέση Εκπαίδευση και το 1925 έγινε δεκτός στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης. Τον επόμενο χρόνο άλλαξε κατεύθυνση και σπούδασε Οικονομικά στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και της Λειψίας (1926-1929). Από το 1930 έως το 1932 σπούδασε στο London School of Economics με ειδίκευση στα Δημόσια Οικονομικά και στην Κοινωνιολογία. Το 1932-1933 παρακολούθησε μαθήματα στο Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία στο Κίελο.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του θείου του, δημάρχου και εκπροσώπου του Τρικουπικού κόμματος στον Βόλο Κωνσταντίνου Καρτάλη, το 1933, ο Γεώργιος Καρτάλης επέστρεψε στην Ελλάδα για να αναλάβει αυτός πλέον την εκπροσώπηση του Καρταλικού κόμματος. Τον επόμενο χρόνο, το 1934, σε ηλικία μόλις 26 ετών, ήταν υποψήφιος για τη Δημαρχία του Βόλου, την οποία έχασε για λίγες ψήφους. Στις εκλογές του Ιουνίου του 1935 κατήλθε στον πανελλήνιο πολιτικό στίβο και εξελέγη βουλευτής με το Λαϊκό Κόμμα. Ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης του ανέθεσε αμέσως καθήκοντα υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας (19 Ιουλίου - 10 Οκτωβρίου 1935) στην κυβέρνησή του. Ο Καρτάλης ανέλαβε υπουργικά καθήκοντα και στην κυβέρνηση Κονδύλη, το υπουργείο Εργασίας αυτή τη φορά (16 Οκτωβρίου-30 Νοεμβρίου 1935) που ιδρύθηκε μόλις τότε. Στον ελάχιστο χρόνο που διατήρησε αυτή τη θέση ο Γ. Καρτάλης συνέβαλε σημαντικά στην κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας και στην προσαρμογή της προς τις διεθνείς συμβάσεις.
Στις σημαδιακές για την ιστορία του τόπου εκλογές που ακολούθησαν, στις 26 Ιανουαρίου του 1936, μετά την επιστροφή του Γεωργίου Β΄, ο Γεώργιος Καρτάλης επανεξελέγη πρώτος βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια Λαρίσης - Μαγνησίας με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα του Ιωάννη Θεοτόκη. Αυτή η Βουλή δεν επιβίωσε, ως γνωστόν, παρά λίγους μόνο μήνες καθώς μεσολάβησε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, το οποίο υπήρξε και γεγονός καθοριστικής σημασίας για την προσωπική ζωή του Γεωργίου Καρτάλη αφού τον οδήγησε σε ρήξη με την οικογενειακή παράδοση, μετατρεποντάς τον από βασιλόφρονα πολιτικό σε οπαδό της αβασίλευτης δημοκρατίας και μέτοχο των νέων ιδεολογικών διεργασιών που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο εν εξελίξει στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος Καρτάλης έλαβε, έτσι, μέρος σε διάφορες αντιδικτατορικές κινήσεις χωρίς να αναλάβει όμως κάποιο πρωταγωνιστικό ρόλο.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου κατατάχθηκε ως εθελοντής στον στρατό και μετά το τέλος του πολέμου, την ίδια ώρα που το μεγαλύτερο τμήμα του παλαιού πολιτικού κόσμου εγκατέλειπε τη χώρα, ο ίδιος αποφάσισε να παραμείνει στην Ελλάδα.
Η δράση του Γεωργίου Καρτάλη στα ταραγμένα χρόνια της Κατοχής
Από τα τέλη κιόλας του 1941 ο Γεώργιος Καρτάλης ήρθε σε επαφή με διάφορες προσωπικότητες από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα με στόχο τη δημιουργία κάποιας αντιστασιακής οργάνωσης. Τον Νοέμβριο του 1942, σε συνεργασία με τον βενιζελικό συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρό, που είχε αποταχθεί από τις τάξεις του στρατού μετά το βενιζελικό πραξικόπημα του 1935, ίδρυσε την αντιστασιακή και μη ελεγχόμενη από το ΕΑΜ οργάνωση ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Η ίδρυση της ΕΚΚΑ έγινε και με την υποστήριξη του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.
Το Καταστατικό της ΕΚΚΑ που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1943 προπαγάνδιζε τον στόχο της «Λαοκρατούμενης Δημοκρατίας», καθώς οι οργανωτές της ΕΚΚΑ είχαν διαβλέψει την ισχυρή τάση στον λαό για κοινωνικές αλλαγές και θέλησαν να προσαρμόσουν προς την κατεύθυνση αυτήν την αποστολή της οργάνωσης και χρησιμοποίησαν τον όρο για να τονίσουν τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτόν στο ίδιο πρόγραμμα γινόταν λόγος και για «κοινωνικοποίηση». Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΚΑ πλαισίωναν επίσης οι συνταγματάρχες Δημήτριος Καραχρήστος, για τον σύνδεσμο με τους αξιωματικούς και Δημήτριος Γεωργαντάς, για τα οικονομικά, ο στρατιωτικός γιατρός Αλέξανδρος Κωστόπουλος, οι δικηγόροι Απόστολος Καψαλόπουλος και Δημήτριος Κατάβολος και ο ανώτερος υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους Δημήτριος Μανωλέτος. Η ΕΚΚΑ διακήρυξε ότι ήταν έτοιμη να συνεργαστεί με όλες τις οργανώσεις και με το ΕΑΜ, αλλά αρνήθηκε να συγχωνευθεί με αυτό. Ως στρατιωτικό σκέλος της ΕΚΚΑ συγκροτήθηκε το Σύνταγμα 5/42 με έδρα την Παρνασσίδα, ιδιαίτερη πατρίδα του Δημήτρη Ψαρρού.
Η ίδρυση του 5/42 οδήγησε, σχεδόν αμέσως, σε συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ και στην πρώτη αναγκαστική αυτοδιάλυσή του, τον Μάιο του 1943. Χάρη στην επιμονή του Γεωργίου Καρτάλη, όπως και του Δαμασκηνού, το σύνταγμα 5/42 επανασυγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 1943. Με την επανασυγκρότηση του 5/42, η ΕΚΚΑ απέκτησε και πάλι ιδιαίτερη βαρύτητα και ο Γεώργιος Καρτάλης συμμετείχε στην αντιπροσωπία των αντιστασιακών οργανώσεων που μετέβη στο Κάιρο για συνεννοήσεις με την κυβέρνηση Τσουδερού τον Αύγουστο του 1943, από την οποία διαφάνηκε ότι ο βασιλιάς ήταν ανεπιθύμητος στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Ο Καρτάλης συνδύαζε την εποχή εκείνη την αντιστασιακή του δράση με ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στη μετακατοχική Ελλάδα, την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας που είχε αμαυρωθεί ανεπανόρθωτα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά και την αποφυγή ανταγωνισμών με τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Μετά την επιστροφή της αντιστασιακής αντιπροσωπίας στην Ελλάδα, ο πολιτικός από τον Βόλο κατέβαλε έντιμες προσπάθειες (που σήμερα αναγνωρίζονται από όλες τις παρατάξεις) για να περιοριστούν οι εμφύλιες συγκρούσεις, που έχουν ήδη αρχίσει μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, και πρωταγωνίστησε στις διαπραγματεύσεις που έγιναν στο Μυρόφυλλο και στην Πλάκα (Φεβρουάριος 1944) με στόχο την ανακωχή μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων. Το αποτέλεσμα της εύθραυστης συναίνεσης που επιτεύχθηκε στις συμφωνίες αυτές δεν είχε διάρκεια παρά λίγους μόνο μήνες. Τον Απρίλιο του 1944 οι συγκρούσεις μεταξύ όλων των αντιαστασιακών οργανώσεων ξανάρχισαν και μία ισχυρή δύναμη του ΕΛΑΣ διέλυσε το 5/42, συνέλαβε αιχμάλωτο τον προσωπικό φίλο του Καρτάλη, Δημήτρη Ψαρρό και τον δολοφόνησε ενώ τον μετέφερε στην έδρα του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Καρτάλης να επιτεθεί με σφοδρότητα στο Συνέδριο του Λιβάνου, στο οποίο έλαβε μέρος, καθώς βρισκόταν ακόμα υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φόρτισης. Στην κυβέρνηση Παπανδρέου που προέκυψε από το Λίβανο ο Γεώργιος Καρτάλης ανέλαβε, στις 8 Ιουνίου του 1944, το υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, θέση από την οποία συνεργάστηκε στενά με τον προσωπικό του φίλο Γεώργιο Σεφέρη για την προβολή της νέας κυβέρνησης στο εξωτερικό.
Μετά την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου στην Ελλάδα, στις 18 Οκτωβρίου του 1944, ο Καρτάλης, που είχε συγκρουσθεί με τον πρωθυπουργό Παπανδρέου λόγω της επιμονής του στη διάλυση των Ταγμάτων Ασφαλείας που ο Καρτάλης θεωρούσε sine qua non προϋπόθεση για την ειρήνευση και τη σταθερότητα, και ήταν ανεπιθύμητος στον βασιλιά Γεώργιο Β΄ λόγω της αντιμοναρχικής του στάσης, απομακρύνθηκε από το υπουργείο Τύπου και ορκίσθηκε υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου (23/10/1944 - 3/1/1945).
Μετά τα Δεκεμβριανά ο Γεώργιος Καρτάλης υπήρξε η σημαντικότερη πολιτική προσωπικότητα της πολιτικής ομάδας που συγκροτήθηκε γύρω από την εφημερίδα Ελευθερία, η οποία συσπείρωσε νέους ανθρώπους με αντιστασιακή δράση και αντιμοναρχική τοποθέτηση, ενώ μετά την εκλογική επικράτηση του Εργατικού Κόμματος στη Μεγάλη Βρετανία (τον Ιούλιο του 1945) διέθετε και τη βρετανική υποστήριξη. Γι’ αυτό, και παρά την αντίδραση του Δαμασκηνού, η ομάδα της Ελευθερίας, ύστερα από έντονη παρέμβαση του Βρετανού πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λήπερ, συμμετείχε με έξι υπουργούς και υφυπουργούς στην κυβέρνηση Σοφούλη που σχηματίστηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1945. Στην κυβέρνηση Σοφούλη ο Γεώργιος Καρτάλης υπουργοποιήθηκε εκ νέου, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Εφοδιασμού, θέση από την οποία παραιτήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1946 καταγγέλλοντας την εκλογική παρωδία που προετοιμαζόταν και επιλέγοντας την αποχή από τις εκλογές όπως έπραξε τότε και το ΕΑΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου