music

Home |my choice | dark wave | punk | αστα να πανε

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Καθήκον και Υποχρέωση κατά τον Iμμάνουελ Καντ



Καθήκον και Υποχρέωση κατά τον Iμμάνουελ Καντ








Ι. Μπορεί στην καθημερινή χρήση της γλώσσας οι όροι υποχρέωση και καθήκον να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, σαν να σημαίνουν δηλαδή ακριβώς το ίδιο πράγμα, στην πραγματικότητα όμως ο όρος υποχρέωση είναι λάθος να ταυτίζεται με το όρο καθήκον, αφού, όπως έδειξε ο Καντ, προηγείται η υποχρέωση και έπεται το καθήκον. Συγκεκριμένα ο Καντ υποστηρίζει «ότι σε μια γενική πρακτική φιλοσοφία (… μόνο εντελώς αντικανονικά μπορεί να γίνει) λόγος και για τους ηθικούς νόμους και για το καθήκον, αφού, τα κίνητρα που φτιάχνει η λογική εντελώς a priori δεν πρέπει να συγχέονται με τα εμπειρικά κίνητρα που ορθώνει ο νους σε γενικές έννοιες με σύγκριση μόνο των εμπειριών». Ή για να το πούμε με άλλα λόγια στην ηθική του Καντ οι ηθικές μας υποχρεώσεις πηγάζουν αποκλειστικά και μόνο από τη βούλησή μας, η οποία ακολουθώντας τον φυσικό της σκοπό είναι ο καθολικός νομοθέτης της ανθρωπότητας», ενώ τα καθήκοντά μας ακολουθούν κατά πόδας τις ηθικές μας υποχρεώσεις για να τις πραγματώσουν, αφού, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κάντ, καθήκον θα πρέπει να ονομάζεται «η αντικειμενική αναγκαιότητα μιας πράξης που από υποχρέωση».

Πώς, όμως, κατάφερε ο φιλόσοφος να συνειδητοποιήσει την εννοιολογική διαφορά που υφίσταται μεταξύ των όρων υποχρέωση καθήκον; Ποιο νήμα ακολούθησε στη σκέψη του και πώς τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του; Άραγε πιστεύει ότι μεταξύ των εν λόγω όρων υφίσταται χάσμα αγεφύρωτο ή μήπως όχι; Πώς θα αξιολογήσουμε ηθικά μια πράξη που γίνεται από καθήκον και πως θα την διαφοροποιήσουμε από μια πράξη που γίνεται από υποχρέωση; Με ποια επιχειρήματα ο Καντ επιχειρεί να ανατρέψει την προ αυτού φιλοσοφική παράδοση; Και πώς εν τέλει αντιμετωπίστηκαν οι απόψεις του από τους επιγόνους του;

Στη συνέχεια θα επιχειρήσω να απαντήσω στα ερωτήματα αυτά εξετάζοντας τις απόψεις του Καντ υπό το πρίσμα της συστηματικής ηθικής φιλοσοφίας.



ΙΙ. Κατά τον Καντ, οι φιλοσοφίες του ηδονισμού π.χ. ή του ωφελιμισμού μόνο καταχρηστικώς μπορεί να αποκαλούνται ηθικές για δύο λόγους: 1. γιατί οι εισηγητές των δεν μπόρεσαν να διακρίνουν το εμπειρικό τμήμα της ηθικής -που ο φιλόσοφος το ονομάζει πρακτική ανθρωπολογία- από το ορθολογικό τμήμα της ηθικής -που ο φιλόσοφος το αποκαλεί κατεξοχήν ηθική φιλοσοφία- και 2. γιατί στα διδάγματά τους η υποκειμενικότητα των ηθικών επιλογών μας δεν μπορεί να συνυπάρξει με την αντικειμενικότητα των ηθικών μας δεσμεύσεων. Στην ηθική, παρατηρεί ο Καντ,
η διαφορά μεταξύ υποκειμενισμού και αντικειμενικότητας, δεν πρέπει να νοείται κάθετα, όπως π.χ. στη λογική είτε υποκειμενισμός δηλαδή είτε αντικειμενικότητα, αλλά να θεωρείται ως ένα φιλοσοφικό παράδοξο, αφού ούτε μόνος ο υποκειμενισμός ούτε μόνη η αντικειμενικότητα δεν μπορούν να εκφράσουν τη σύνθετη φύση των ηθικών κρίσεων, που κατά ένα ιδιότυπο τρόπο χωρούν μεταξύ ελευθερίας και δέσμευσης. Αυτό συμβαίνει, κατά τον Καντ, γιατί ο υποκειμενισμός επιφέρει -ως μοιραίο μάλιστα επακόλουθό του- το σολιψισμό και την άρνηση κάθε κοινωνικότητας, ενώ η αντικειμενικότητα αφαιρεί από την ηθική την ελευθερία της βουλήσεως, η οποία ωστόσο αποτελεί το sine qua non των ηθικών κρίσεων. Κατά τον Καντ οι ηθικοί κανόνες είναι τόσο ισάξιοι μεταξύ τους ώστε να είναι αδύνατον ο ένας να διακριθεί με αντικειμενικό τρόπο από τον άλλο, αφού, όπως χαρακτηριστικά λέει ο φιλόσοφος, «από όλα όσα μπορούν να νοηθούν μέσα στον κόσμο ή και έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε (άλλο), που να μπορεί να θεωρηθεί ως καλό χωρίς περιορισμό εκτός από την καλή μας θέληση». Στην περίπτωση αυτή όμως εάν δεχτούμε ότι οι ηθικοί κανόνες συγκροτούν γύρω μας ένα πυκνό και αδιαπέραστο δάσος από ποικίλες αρχές που όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους αλλά μπορεί ακόμη και να αλληλοαποκλείονται, θα πρέπει επίσης να δεχτούμε ότι η ηθικότητα δεν είναι θέμα αντικειμενικών αξιών, όπως έλεγε ο Σέλερ, αλλά απορρέει από τη συνέπειά μου στο να πράττω δηλαδή πάντοτε και υπό οιεσδήποτε συνθήκες σύμφωνα με την αρχή που ελεύθερα έχω επιλέξει για να ρυθμίζω τη συμπεριφορά μου. Ή για να το πούμε με άλλα λόγια η ηθικότητα ή η ανηθικότητα των πράξεων μου δεν βρίσκεται στον κανόνα που έχω επιλέξει για να ρυθμίζω τη συμπεριφορά μου, αλλά στο πόσο συνεπής αποδεικνύομαι προς τις επιλογές μου, αφού οι ηθικές αρχές έχουν, όπως λέει ο Καντ, σημασία μόνο μέσα σ’ ένα πλαίσιο πράξεων που διέπονται από τον ορθό λόγο. Για να δούμε το σημείο αυτό ανάγλυφα με ένα παράδειγμα μπορούμε να αναλογιστούμε τη φιλοσοφία του Καντ εν σχέση προς τη φιλοσοφία του Χομπς. Κατά το Χομπς συγκεκριμένα το ηθικό χρέος δεν πρέπει να προσδιορίζεται επί τη βάσει αυθαίρετων μεταφυσικών υποθέσεων αλλά στο επίπεδο των φυσικών μας τάσεων και των ψυχολογικών μας κλίσεων που, όπως λέει ο φιλόσοφος, μας ωθούν στη διατήρηση του ατομικού μας είναι, στην αυτοσυντήρηση. Αντίθετα, κατά τον Kαντ, «το να διατηρήσει κανείς τη ζωή του είναι καθήκον (για το οποίο) έχει επιπλέον ο καθένας από μας μια άμεση ροπή προς αυτό» δεν μπορεί όμως να συνιστά ηθικό χρέος γιατί η άμεση ροπή για τη ζωή είναι διαφέρει από το καθήκον για τη διατήρηση της ζωής. «Η συχνά αγχώδης μέριμνα, που διακατέχει το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων για να διατηρούν τη ζωή τους, δεν έχει καμία βαθύτερη ηθική αξία, και οι υποκειμενικοί γνώμονες των ανθρώπων δεν έχουν κανένα ηθικό περιεχόμενο (γιατί)διατηρεί καθένας τη ζωή του σύμφωνα προς το καθήκον αλλά όχι από καθήκον. Όταν (όμως) κάποιες αντιξοότητες και κάποια ανέλπιδη θλίψη (μας) αφαιρούν εντελώς το κέφι για τη ζωή, όταν ακόμα και η ισχυρή προσωπικότητα από αγανάκτηση για τη μοίρα της και όχι από δειλία ή λιγοψυχιά επιθυμεί το θάνατο και εντούτοις διατηρεί τη ζωή της, όχι από αγάπη ή φόβο ή από κάποια άλλη ροπή, αλλά από καθήκον: τότε ο υποκειμενικός γνώμονας έχει ένα ηθικό περιεχόμενο».

Στην ηθική λοιπόν έχουμε κατά τον Καντ τη δυνατότητα να επιλέξουμε μόνοι μας τις αρχές που μας εκφράζουν αρκεί στην πράξη να αποδειχθούμε συνεπείς με τις επιλογές μας. Για να κατανοήσουμε πληρέστερα τους λόγους για τους οποίους ο Καντ διαφοροποιεί το καθήκον από το ηθικό χρέος μπορούμε να εγκύψουμε στις αρχές: «καθένας οφείλει να τηρεί τις συμφωνίες του» και «καθένας οφείλει να τηρεί τις υποσχέσεις του», από τις οποίες, όπως σημειώνει ο φιλόσοφος, η βούλησή μας διατηρεί ίσες αποστάσεις για να τις ασπαστεί ή να τις αποποιηθεί. Οι εν λόγω αρχές έχουν, κατά τον Καντ δύο κοινά σημεία: 1. έχουν τον ίδιο γραμματικό τύπο και συντακτικό τύπο και 2. έχουν εφαρμογή στις πράξεις ορθολογικών πλασμάτων, αφού θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς συμφωνίες στον κόσμο των άλογων ζώων. Ωστόσο, εάν εγκύψουμε στις εν λόγω αρχές, θα διαπιστώσουμε ότι ο όρος συμφωνίες δεν θα πρέπει να συγχέονται με τον όρο υποσχέσεις, αφού η υπόσχεση -είτε η τελευταία αυτή απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο είτε προς πολλούς- δίνεται χωρίς ο υποσχόμενος να την συνδέει με κάποιο συγκεκριμένο αντάλλαγμα, όπως συμβαίνει με τις συμφωνίες. Μάλιστα οι νομικοί θεωρούν ότι οι υποσχέσεις μας π.χ. η δωρεά δεν χρειάζεται να περιβληθούν ένα συγκεκριμένο νομικό τύπο για να είναι έγκυρες. Αντίθετα οι συμφωνίες μας δεν μπορούν να εκφράσουν την δέσμευση της βούλησής εάν δεν προσλάβουν ένα συγκεκριμένο νομικό τύπο -τα συμβόλαια ή τις συμβάσεις- από τους οποίους ο ένας είναι ισχυρότερος του άλλου. Σε ηθικό επίπεδο έχουμε κατά τον Καντ ίδιους λόγους για να εκπληρώσουμε τόσο τις συμφωνίες μας όσο και τις υποσχέσεις μας, ωστόσο στις συμφωνίες η αναγκαιότητα αυτή δεν επιβάλλεται μόνο από τον εαυτό μας δεν είναι δηλαδή μόνο εσωτερική όπως στις υποσχέσεις, αλλά και από τον νομοθέτη, αφού η κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την αρχή της τήρησης των συμφωνιών την οποία ο νομοθέτης επιβάλλει με τα όργανά του. Στην περίπτωση των συμφωνιών έχουμε παρατηρεί ο Καντ νομικό καθήκον να σεβόμαστε το νόμο, ενώ στην περίπτωση των υποσχέσεων έχουμε ηθική υποχρέωση να εκπληρώσουμε τα λεγόμενά μας σεβόμενοι τον ηθικό νόμο που οι ίδιοι επιλέγουμε. Με τον τρόπο αυτό ο Καντ επιτυγχάνει να διαφοροποιήσει την ηθική λειτουργία των λόγων μας από τη νομική λειτουργία τους, γιατί μπορεί και στις δυο περιπτώσεις ο λόγος να λειτουργεί κανονιστικά και επιτακτικά, ώστε κανείς να τα μπερδέψει, ωστόσο διαφέρουν μεταξύ τους, αφού η νομική λειτουργία του λόγου χτίζεται από καθήκοντα ενώ αντίθετα η ηθική λειτουργία του λόγου θεμελιώνεται επάνω σε υποχρεώσεις. Το καθήκον λοιπόν θα οριστεί ως κάτι που πρέπει να το κάνουμε ανεξάρτητα από τις προσωπικές μας επιλογές, ενώ η υποχρέωση θα οριστεί ως κάτι που πρέπει να γίνει επειδή εμείς το επιλέξαμε και είναι λογικό να υποστούμε τις συνέπειες των επιλογών μας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η γλώσσα του καθήκοντος είναι απρόσωπη και λειτουργεί προς όλους το ίδιο, ενώ η γλώσσα της υποχρέωσης φανερώνει κάτι για την προσωπικότητα αυτού που υιοθετεί την αρχή που βρίσκεται πίσω από τις αρχές ή τους κανόνες που επιλέγει να εφαρμόσει στη ζωή του. Ή για να το πούμε με άλλα λόγια η υποχρέωση έχει εν σχέσει προς το καθήκον πρωτεύουσα ηθική σημασία, αφού «υποχρέωση είναι η αναγκαιότητα μιας ελεύθερης πράξης κάτω από την κατηγορική προσταγή του λόγου», ενώ «καθήκον είναι η πράξη για την οποία δεσμεύεται κάποιος».

Για να τεκμηριώσει ο Kαντ τη διαφορά που κατ’ αυτόν υφίσταται μεταξύ υποχρέωσης και καθήκοντος ανάγεται στη λογική. Κατά τον Καντ οι κρίσεις μας μπορεί να είναι δυο ειδών είτε αναλυτικές είτε συνθετικές. Ως αναλυτική θεωρείται από το φιλόσοφο μια πρόταση που το κατηγορούμενο ταυτίζεται νοηματικά με το υποκείμενο ή αποτελεί μέρος του π.χ. ένα ορθογώνιο τρίγωνο είναι τρίγωνο ή ένα σώμα έχει έκταση. Η απόδοση του κατηγορούμενου στο υποκείμενο κατά εκφορά των αναλυτικών προτάσεων δεν προσθέτει τίποτε περισσότερο στο υποκείμενο από ότι γνωρίζουμε ήδη γι’ αυτό απλώς εξηγεί ταυτολογικά τα χαρακτηριστικά του. Η αλήθεια των αναλυτικών προτάσεων θεμελιώνεται, κατά τον Καντ, στο νόμο της αντίφασης γι’ αυτό δεν μπορούμε, σύμφωνα με το παράδειγμά μας, να πούμε ότι ένα ορθογώνιο τρίγωνο δεν είναι τρίγωνο, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοαναιρετικό. Ως συνθετική θεωρείται από το φιλόσοφο μια πρόταση όταν σε αυτήν διευρύνεται και προσθέτεται στην έννοια του υποκειμένου ένα κατηγορούμενο το οποίο προηγουμένως καμία λογική ανάλυση δεν μπορούσε να το εξάγει απ’ αυτό και κανένας νους δεν μπορούσε να το συλλάβει υπό οιαδήποτε μάλιστα έννοια. π.χ. Ο Κολοκοτρώνης ήταν γενναίος πολεμιστής ή ο Δεκέμβριος ήταν εφέτος ψυχρός. Η αλήθεια των συνθετικών προτάσεων δεν μπορεί να διασφαλιστεί με την απλή ανάλυση των εννοιών, όπως συμβαίνει στις αναλυτικές προτάσεις, αλλά χρειάζεται την εμπειρία. Ωστόσο ο Καντ αντίθετα με τους προ αυτού φιλοσόφους ιδίως τον Wolf αρνείται να δεχτεί ότι όλες οι συνθετικές προτάσεις γίνονται γνωστές μόνο δια της εμπειρίας είτε άμεσης είτε έμμεσης επιστήμη, ιστορία, γεωγραφία, γιατί κατ’ αυτόν οι συνθετικές προτάσεις είναι δυο ειδών: 1. οι a posteriori συνθετικές προτάσεις που η αλήθειά τους εξαρτάται άμεσα από την εμπειρία και 2. οι a priori εμπειρικές προτάσεις οι οποίες μολονότι συνάγονται από την εμπειρία εντούτοις όταν καταστούν γνωστές αποκαλύπτεται ότι η βάση τους είναι διαφορετική από την εμπειρία. Π.χ. Η πρόταση 2 + 2 = 4 πού όταν το παιδί τη συλλάβει δεν χρειάζεται να την επιβεβαιώνει διαρκώς με παραδείγματα. Στην κατηγορία των a priori συνθετικών προτάσεων εντάσσονται κατά τον Καντ οι ηθικές προτάσεις που από τη φύση τους έχουν κατηγορική προστακτική σημασία. Για να δούμε το σημείο με ένα παράδειγμα μπορούμε να αναλογιστούμε τη πρόταση «οφείλω να τηρήσω την υπόσχεση που σου έδωσα». Η πρόταση αυτή δεν είναι, κατά τον Καντ, έγκυρη με την έννοια που είναι λογικά έγκυρη η πρόταση «όλοι οι πατεράδες θα πρέπει να έχουν γεννήσει ένα τουλάχιστον παιδί» ή «όλοι οι εργένηδες είναι ανύμφευτοι». Γιατί το να ισχυριστεί κάποιος ότι κάποιοι πατεράδες δεν είχαν ποτέ τους παιδιά ή ότι κάποιοι εργένηδες είναι νυμφευμένοι είναι αυτοαντιφατικό. Αντίθετα όμως, όπως ορθά επισημαίνει ο Καντ, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν οφείλει να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε γιατί άλλαξε τη γνώμη του χωρίς ο ισχυρισμός του να αυτοαντιφατικός. Μάλιστα ο Καντ θεωρεί πως η εγκυρότητα των ηθικών προτάσεων σε ένα ηθικό σύστημα ή στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν μπορεί να διακριβωθεί αν προηγουμένως δεν αναχθούν σε κάποια καθολική αρχή, δεν φτάσουν δηλαδή στην πηγή τους, αφού εάν δεν καθολικοποίησουμε τους ηθικούς κανόνες δεν μπορούμε να διακριβώσουμε τη συνέπεια μας και καθένας από μας θα μπορούσε να ισχυριστεί ό,τι θέλει. Για να δούμε το επιχείρημα αυτό με ένα παράδειγμα μπορούμε να αναλογιστούμε κάποιον που ενώ μας λέει πχ. ότι έχει υιοθετήσει την αρχή «όλοι πρέπει να τηρούμε τις υποσχέσεις μας» εντούτοις ισχυρίζεται πως δεν οφείλει να τηρήσει την χ υπόσχεση που μας έδωσε. Ο άνθρωπος αυτός, κατά τον Καντ, αυταναιρείται, αντιφάσκοντας προς εαυτόν. Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να θεωρήσουμε ανήθικό ή αντιφατικό κάποιον που δεν τηρεί τις υποσχέσεις του γιατί έχει υιοθετήσει την αρχή «κανείς δεν οφείλει να τηρεί πάντα τις υποσχέσεις του» ή πιστεύει ότι το αν θα τηρήσει την υπόσχεσή του ή όχι από την έκβαση των πραγμάτων ή από τη συμπεριφορά του άλλου κτλ.

Κατά τον Καντ λοιπόν τα καθήκοντα μπορούν να εκφράζονται με αναλυτικές προτάσεις π.χ. ο χ έχει ως πατέρας το καθήκον να φροντίζει τα παιδιά του, ενώ οι υποχρεώσεις μόνο με a priori συνθετικές προτάσεις, αφού ως «υποχρέωση θα πρέπει να θεωρείται μια ελεύθερη πράξη που γίνεται κάτω από την κατηγορική προστακτική του λόγου». Με τον τρόπο αυτό ο φιλόσοφος κατορθώνει ένα διττό στόχο: α. να αναδείξει την ιδιαιτερότητα των a priori συνθετικών προτάσεων που συστήνουν ηθικές υποχρεώσεις και β. να συνδέσει την αναγκαιότητα που απορρέει από το ίδιο το περιεχόμενο του όρου υποχρέωση (όταν είμαι υποχρεώμενος είμαι αναγκασμένος να κάνω κάτι) με την ελευθερία που υπάρχει στο δεύτερο μέρος της πρότασης μας, αφού η ελευθερία της βούλησης είναι sine qua non για την ηθική. «Ένα αντικειμενικό αξίωμα», γράφει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος, «κατά το μέτρο που εξαναγκάζει τη θέληση ονομάζεται προσταγή της λογικής και η διατύπωση της προσταγής ονομάζεται προστακτική. Όλες οι προστακτικές εκφράζονται με το ρήμα πρέπει και δηλώνουν έτσι τη σχέση ενός αντικειμενικού νόμου της λογικής προς μια θέληση η οποία εξαιτίας της υποκειμενικής της υφής δεν καθορίζεται αναγκαία απ’ αυτό το νόμο (εξαναγκασμός)». Υπ’ αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι «οι προστακτικές είναι απλά και μόνο διατυπώσεις που εκφράζουν τη σχέση των αντικειμενικών νόμων της θέλησης γενικά προς την υποκειμενική ατέλεια της θέλησης», «που δεν κάνει πάντα κάτι μόνο επειδή αυτό της φαίνεται καλό». Στην ηθική όμως η προστακτική δεν μπορεί να είναι υποθετική να εκφράζει δηλαδή «την πρακτική αναγκαιότητα μιας ενδεχόμενης πράξης ως μέσου για κάτι άλλο το οποίο θέλουμε ή έστω είναι δυνατόν να θέλουμε» αλλά μόνο κατηγορική εκφράζει δηλαδή «την αντικειμενική αναγκαιότητα μιας πράξης ανεξάρτητα από κάθε άλλα σκοπό». Η σύνδεση αυτή της ελευθερίας με την υποχρέωση επιτυγχάνεται τελικώς χάρη στην καθαρά πρακτική λειτουργία του λόγου που στην ηθική του Καντ εκφράζεται με πέντε εναλλακτικούς τρόπους: α. «Πράττε μόνο σύμφωνα με ένα τέτοιο γνώμονα μέσω του οποίου μπορείς συνάμα να θέλεις αυτός ο γνώμονας να γίνει καθολικός νόμος», β. «πράττε σαν να έπρεπε ο γνώμονας της πράξης σου να γίνει με τη θέλησή σου καθολικός νόμος της φύσης», γ. «πράττε έτσι ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου, πάντα ταυτόχρονα ως σκοπό και ποτέ μόνο ως μέσο», δ. «πράττε μόνο έτσι ώστε η θέλησή σου μέσω του γνώμονά της να μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της ταυτόχρονα ως καθολικό νομοθέτη» και ε. «πράττε σαν να ήσουν πάντα χάρη στους γνώμονές σου ένα νομοθετικό μέλος του κράτους των σκοπών».

Kατά τον Kαντ η πρόταση είμαι υποχρεωμένος να κάνω το X σημαίνει δυο πράγματα που συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους: α. ότι είμαι αναγκασμένος να κάνω το X εξαιτίας της καθολικής αρχής «καθένας οφείλει να κάνει το X» την οποία β. εγώ ως ελεύθερο πρόσωπο αποδέχτηκα ελεύθερα για να ρυθμίζω τη ζωή μου χωρίς η βούλησή μου να παρακινείται στην υιοθέτησή της από τίποτε άλλο έξω από αυτήν. Μόνον έτσι παρατηρεί ο Καντ μπορούν να προσδιοριστούν οι ηθικές μας υποχρεώσεις, αφού οι τελευταίες αυτές πρέπει όχι μόνο να εκφράζονται με συνθετικές προτάσεις αλλά και αναπαριστούν μέσα τους την αντινομία των ηθικών προτάσεων που εξ ορισμού πάλλονται μεταξύ αναγκαιότητας από τη μια μεριά (με την έννοια που υπάρχει η αναγκαιότητα στις επιστήμες) και ελευθερίας από την άλλη.

Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο ο Καντ επιτυγχάνει να διακρίνει με σαφήνεια τις υποχρεώσεις μας από τα καθήκοντα μας. Κατά τον Καντ οι προτάσεις που περιγράφουν καθήκοντα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ηθικές προτάσεις για τρεις λόγους: 1. γιατί ως καθήκον νοείται μια πράξη για την οποία δεσμεύομαι είτε για λόγους νομικούς είτε για λόγους κοινωνικούς που δεν τους επιλέγω 2. γιατί τα καθήκοντα εκφράζονται με αναλυτικές προτάσεις, ενώ οι υποχρεώσεις με a apriori συνθετικές προτάσεις και 3. γιατί οι προτάσεις που περιγράφουν καθήκοντα δεν μπορούν να αναπαριστούν τον αντινομικό χαρακτήρα της ηθικής.

Πολλοί μελετητές του Kαντ επέκριναν τις ηθικές αντιλήψεις του διερωτώμενοι μήπως όσα λέει ο φιλόσοφος για τη διάφορα καθήκοντος υποχρέωσης -πάνω στην οποία βασίζει όπως είδαμε ένα σημαντικό κομμάτι της ηθικής του- λογικά δεν ευσταθεί.

Για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους οι επικριτές του Kαντ χρησιμοποιούν δυο επιχειρήματα: 1. Το γεγονός ότι οι όροι καθήκον υποχρέωση εναλλάσσονται στην καθημερινή χρήση της γλώσσας χωρίς να υφίσταται μεταξύ τους καμιά σαφή διάκριση π.χ. οι φράσεις: Ένας πατέρας είναι υποχρεωμένος να φροντίζει τα παιδιά του και Φροντίζω όσο μπορώ να είμαι συνεπής προς τα θρησκευτικά μου καθήκοντα. Και 2. Το γεγονός ότι ο φιλόσοφος σε άλλα σημεία του έργου του δεν μένει συνεπής στις απόψεις του για τη διάκριση καθήκοντος υποχρέωσης, αλλά περιπίπτει σε μια εν τοις όροις αντίφαση ονομάζοντας «καθήκον την αντικειμενική αναγκαιότητα μιας πράξης που γίνεται από υποχρέωση» ή θεωρώντας «το καθήκον ως την απόλυτη αναγκαιότητα μιας πράξης που προκύπτει από σεβασμό για τον ηθικό νόμο» ή αποκαλώντας «τον ηθικό νόμο ως τη γενική προσταγή του καθήκοντος».

Ωστόσο, εάν εγκύψουμε στα κείμενα του φιλοσόφου, θα διαπιστώσουμε ότι τα επιχειρήματά των επικριτών του δεν μπορούν να ευσταθούν για δύο λόγους:

1. Γιατί μπορεί πράγματι οι όροι υποχρέωση καθήκον να φαίνονται συνώνυμοι στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές του Καντ, ωστόσο στην πραγματικότητα διαφέρουν μεταξύ τους τόσο γραμματικά όσο και λογικά. Γραμματικά οι όροι υποχρέωση καθήκον διαφέρουν κατά το εξής: το ρηματικό ουσιαστικό υποχρέωση -το οποίο το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την κατάσταση του υπόχρεου- παραπέμπει άμεσα είτε στον ενεργητικό τύπο του ρήματος υποχρεώνω ή υποχρεώ είτε στον παθητικό του τύπο που σημαίνει κυριολεκτικά εξαναγκάζω κάποιον να πράξει κάτι επιβάλλω, επιτάσσω. Αντίθετα το ουσιαστικό καθήκον (που προέρχεται από το ουδέτερο της μετοχής του ρήματος καθήκω = κατέρχομαι απολήγω) δεν συνδέεται άμεσα σε κάποιο ρήμα αλλά έμμεσα και απρόσωπα μας παραπέμπει στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος καθήκει, που σημαίνει αρμόζει ή ταιριάζει. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι μόνο η υποχρέωση εμπλέκεται με το πρόσωπο και τη δράση του, ενώ το καθήκον λειτουργεί σ’ ένα ουδέτερο στάδιο το οποίο είναι ανεξάρτητο από τα πρόσωπα.

Κατά τον Καντ είναι αδύνατον να εξισώσουμε τις προτάσεις «οφείλω να κάνω το X επειδή είμαι υποχρεωμένος (υποχρεούμαι) να κάνω το X» και «οφείλω να κάνω το X επειδή είναι καθήκον μου να κάνω το Χ» βασιζόμενοι στον κοινά επιτακτικό τους χαρακτήρα γιατί αλλιώς υποχρεώνομαι στην πρώτη περίπτωση και αλλιώς στη δεύτερη. Για να κατανοήσουμε το σημείο αυτό μπορούμε να αναλογιστούμε τον τρόπο που λειτουργεί η επεξηγηματική πρόταση επειδή... σε κάθε μία από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις.

Η πρώτη πρόταση οφείλω να κάνω το X επειδή είμαι υποχρεωμένος να κάνω το Χ μπορεί να αναλύθει ως εξής:

Kαθένας υποχρεούται να κάνει το X

Aντιμετωπίζω το X

Oφείλω να κάνω το X

Ενώ η δεύτερη πρόταση οφείλω να κάνω το X επειδή είναι καθήκον μου να κάνω το Χ μπορεί να αναλύθει ως εξής:

Eίναι καθήκον να κάνω το X

Aντιμετωπίζω το X

Oφείλω να κάνω το X

Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η διαφορά μεταξύ υποχρέωσης και καθήκοντος δεν είναι μόνο γραμματική αλλά και λογική, αφού ο ρηματικός τύπος υποχρεούται προϋποθέτει αναγκαστικά ένα υποκείμενο (κάποιον εμένα, εσένα, αυτόν κτλ.), ενώ το ουσιαστικό καθήκον όχι. Ή για να το πούμε με άλλα λόγια δεν μπορούμε να πούμε πως το χ είναι απλώς υποχρεωτικό χωρίς ταυτόχρονα να πούμε ότι είναι υποχρεωτικό για αυτόν εκείνον ή όλους, ενώ μπορούμε να πούμε γενικά και αόριστα ότι ο άνθρωπος έχει καθήκον π.χ. να σέβεται τους μεγαλύτερους του χωρίς να χρειάζεται να πούμε εάν το καθήκον αυτό το έχει ο α ή και ο β. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η σχέση που συνδέει το πρόσωπο και την υποχρέωση είναι άμεση και εσωτερική γι’ αυτό και δεν μπορεί να διασπαστεί με κανένα τρόπο, αφού η ερώτηση ποιος υποχρεούται είναι λογικό επακόλουθο για κάθε τύπο του ρήματος, ενώ η σχέση που συνδέει το πρόσωπο με το καθήκον είναι έμμεση και εξωτερική γι’ αυτό και μπορεί να διασπαστεί. Η πρόταση επισημαίνει ο Πελεγρίνης, είναι καθήκον μου να κάνω το X δεν έχει ως λογικό επακόλουθο την ερώτηση ποιος είμαι εγώ που έχω αυτό το συγκεκριμένο καθήκον, αλλά την ερώτηση ποιο είναι αυτό το καθήκον, αφού, όπως είδαμε το καθήκον όχι μόνο λειτουργεί απρόσωπα αλλά και μπορεί να πλατύνει τόσο πολύ, ώστε να μας αφορά όλους. Το γεγονός λοιπόν ότι στην καθημερινή χρήση της γλώσσας οι όροι υποχρέωση καθήκον χρησιμοποιούνται εναλλακτικά σαν να σημαίνουν δηλαδή το ίδιο ακριβώς πράγμα δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τη νοηματική τους εξίσωση, αφού, όπως παρατηρεί ο Βιτγκενστάιν, «Η γλώσσα έχει στημένες σ’ όλους μας τις ίδιες παγίδες ένα απέραντο δίκτυο από ευπρόσιτες πλάνες», που συσκοτίζουν την αλήθεια δημιουργώντας γύρω μας μια άλλη πραγματικότητα.

2. Μπορεί πράγματι ο Kαντ σε άλλα σημεία του έργου του να αναφέρει ως ηθική πράξη μόνο την πράξη εκείνη που γίνεται από καθήκον, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές του, ωστόσο το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να μας κάνει να υποθέσουμε ότι ο φιλόσοφος μπέρδεψε ό,τι προηγουμένως διέκρινε, αφού, κατά τον Καντ, το περιεχόμενο του όρου καθήκον δεν είναι μονοσήμαντο. Αρκεί, παρατηρεί ο Καντ, να, διερευνήσουμε εννοιολογικά τον όρο καθήκον για να διαπιστώσουμε ότι δεν αποκλείεται προτάσεις που αναφέρονται στα καθήκοντα μας να αποκτήσουν την ηθική αξία, γι’ αυτό και όπως λέει ο φιλόσοφος «η τήρηση του ηθικού νόμου είναι εν τέλει καθήκον»].

Για να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του ο Καντ υιοθετεί «τη συνηθισμένη διαίρεσή τους σε καθήκοντα προς τον εαυτό μας και προς άλλους ανθρώπους και σε καθήκοντα τέλεια και ατελή», για να δείξει στη συνέχεια ότι δεν αποκλείεται να υπάρξουν συνθετικές προτάσεις καθηκόντων. Κατά τον Kαντ οι προτάσεις που αναφέρονται σε καθήκοντα δεν μπορούν να έχουν ηθική αξία για δύο λόγους: 1. γιατί δεν είναι συνθετικές αλλά αναλυτικές και 2. γιατί δεν έχουν αντινομικό χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι αν ήθελε αποδειχτεί πως μπορεί να υπάρξει μια πρόταση καθήκοντος συνθετική και αντινομική η πρόταση αυτή θα έχει ηθική αξία.

Για να κατανοήσουμε τι ακριβώς εννοεί ο Kαντ με τον όρο ηθική αντινομία μπορούμε να αναλογιστούμε δυο παντοπώλες οι όποιοι διακρίνονται μεταξύ των ομοτέχνων τους για τη μεγάλη πελατεία τους και την καλή τους φήμη. H αιτία της επιτυχίας των παντοπωλών του παραδείγματός μας βρίσκεται, όπως λέει ο Kαντ, στο γεγονός ότι και οι δύο φροντίζουν να μην κλέβουν ποτέ τους πελάτες τους στο ζύγι, όποιοι κι αν είναι οι πελάτες τους, ξένοι, ηλικιωμένοι, παιδιά κτλ. Aπό αυτούς όμως ο ένας ζυγίζει σωστά γιατί θέλει με τον τρόπο αυτό να αποκτήσει μεγαλύτερη πελατεία, ενώ ο άλλος ζυγίζει σωστά απλώς γιατί θεωρεί ότι αυτό οφείλει να κάνει αν θέλει να είναι τίμιος. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως μόνο φαινομενικά οι παντοπώλες του παραδείγματός μας, κάνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα και είναι έντιμοι στο ζύγι, αφού οι πράξεις τους διαφέρουν και επιδιώκουν διαφορετικά πράγματα. Tο κίνητρο του πρώτου παντοπώλη συγκεκριμένα είναι το κέρδος και το συμφέρον, κάτι δηλαδή που δεν έχει καμμία σχέση με την αρετή της εντιμότητας, ενώ το κίνητρο του δεύτερου παντοπώλη η αρετή της εντιμότητας.
Σύμφωνα με την ορολογία του Kαντ η περίπτωση του πρώτου παντοπώλη συνιστά ένα παράδειγμα εμπειρικής μορφής της βούλησης μας, ενώ η περίπτωση του δεύτερου ένα παράδειγμα καθαρής μορφής της βούλησης μας. H διαφορά μεταξύ των δυο αυτών μορφών της ανθρώπινης βούλησης βρίσκεται, όπως λέει ο Kαντ, στο γεγονός ότι η εμπειρική μορφή της βούλησής μας εξαρτάται από εξωτερικούς ως προς αυτήν παράγοντες (π.χ. το κέρδος, την ηδονή, την αυτοσυντήρηση κτλ.), ενώ στη δεύτερη περίπτωση η βούληση μας εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από αυτήν την ίδια και τίποτε άλλο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον υποψήφιο γιατρό. Αν ο τελευταίος αυτός θέλει να γίνει γιατρός όχι γιατί αγαπά την ιατρική επιστήμη, αλλά γιατί επιθυμεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιήσει το περιβάλλον του, να καταξιωθεί κοινωνικά ή να αποκτήσει πολλά χρήματα, η βούληση του έχει εμπειρική μορφή. Ένα, αντίθετα, επιθυμεί να γίνει γιατρός επειδή αγαπά την ιατρική και του αρέσει να θεραπεύει τους συνανθρώπους του, χωρίς να αποβλέπει σε τίποτε άλλο πέραν αυτού, τότε η βούλησή του έχει καθαρή μορφή. «Ό, τι πηγάζει», γράφει ο Καντ, «από την ιδιαίτερη σύσταση της ανθρώπινης φύσης, από ορισμένα αισθήματα και ορμές και μάλιστα από κάποια ιδιαίτερη τάση της ανθρώπινης λογικής, που δεν ισχύει αναγκαία για τη θέληση κάθε έλλογου όντος.. μπορεί να είναι για μας ένας γνώμονας όχι (όμως) νόμος (αφού) μας παρέχει ένα υποκειμενικό αξίωμα σύμφωνα με το οποίο (μας) επιτρέπεται να πράττουμε από φυσική τάση και ροπή (δεν μας παρέχει όμως) ένα αντικειμενικό αξίωμα σύμφωνα με το οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να πράττουμε ακόμα και αν εναντιώνονται όλες μας οι τάσεις, οι ροπές και οι φυσικές μας προδιαθέσεις».

Βέβαια θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι στην περίπτωση της καθαρής μορφής βούλησης, η βούλησή μας δεν δεσμεύεται από τίποτε, αφού η ελευθερία της βούλησης χωρίς νόμο θα ήταν μια καθαρή ουτοπία. «Η ελευθερία της θέλησής μας» παρατηρεί ο Καντ, (δεν είναι τίποτε άλλο) «παρά η αυτονομία της η ιδιότητά της δηλαδή να είναι η ίδια νόμος στον εαυτό της…. γι’ αυτό μια ελεύθερη θέληση και μια θέληση κάτω από ηθικούς νόμους είναι ένα και το αυτό».

Με τον τρόπο αυτό ο Καντ κατορθώνει στην ηθική του να συνδέσει την έννοια της ελευθερίας της βούλησης, η οποία όπως προαναφέρθηκε είναι sine qua non για την ηθική αποτίμηση της συμπεριφοράς μας, με την έννοια της αυτοδέσμευσης και της άκρας υπακοής μας στους νόμους και στους κανόνες που οι ίδιοι έχουμε επιλέξει για να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας. «Η θέληση», γράφει ο Καντ, «είναι ένα είδος αιτιότητας των ζωντανών όντων, κατά το μέτρο που αυτά είναι έλλογα και η ελευθερία είναι η ιδιότητα αυτής της αιτιότητας, να μπορεί να πράττει ανεξάρτητα από ξένα καθοριστικά αίτια όπως ακριβώς η φυσική αναγκαιότητα είναι η ιδιότητα την οποία έχει η αιτιότητα όλων των αλόγων όντων να καθορίζεται στη δραστηριότητά της από την επίδραση ξένων αιτίων». Μάλιστα, όπως ορθά επισημαίνει ο Καντ, είναι λάθος να θεωρούνται σαν ηθικά βουλησιακά ενεργήματα, πράξεις, όπως π.χ. τα ένστικτά μας, οι φυσικές κλίσεις μας, οι ορέξεις μας, τα πάθη μας ή οι συγκινήσεις μας, γιατί αυτά δεν υπαγορεύονται από τη βούλησή μας αυτή καθεαυτή αλλά πάντοτε από κάτι που βρίσκεται έξω από αυτά.

Στο σημείο αυτό πολλοί μελετητές του Καντ εντοπίζουν μια εν τοις όροις αντίφαση για το φιλόσοφο, αφού αν πάρουμε κατά γράμμα όσα λέει για τη αντίθεση της ελευθερίας προς την αιτιότητα θα πρέπει να δεχτούμε πως είναι πραγματικά αδύνατον να υπάρξουν ελεύθερες πράξεις καθόσον καμία πράξη μας δεν μπορεί να γίνει αναίτια. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι ακριβές, αφού, όπως ορθά παρατήρησε ο Xιουμ, η έννοια της ελευθερίας όχι μόνο δεν αντιφάσκει προς την ιδέα της αιτιότητας αλλά αντίθετα την προϋποθέτει κιόλας. Για να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές μπορούμε να αναλογιστούμε κάποιον που σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου του επειδή θέλει να τηλεφωνήσει στην Άμεση Δράση. Εάν ο άνθρωπος του παραδείγματός μας προβαίνει στην ενέργεια αυτή γιατί το θέλει ο ίδιος -για να ενημερώσει π.χ. τις αρχές για μια αξιόποινη πράξη που υπέπεσε στην αντίληψή του- κανείς καλόπιστος δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι ο άνθρωπος αυτός ενεργεί ελεύθερα, αφού κάνει αυτό που επιθυμεί. Εάν, όμως, ο άνθρωπος του παραδείγματος μας τηλεφωνεί στην Άμεση Δράση υπό την απειλή ενός περιστρόφου -για να παραπλανήσει π.χ. τις αρχές δίνοντας τους ψεύτικες πληροφορίες- κανείς καλόπιστος δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ενεργεί ελεύθερα, αφού δεν κάνει ό,τι επιθυμεί. Το γεγονός λοιπόν ότι πίσω απ’ όλες οι πράξεις μας βρίσκεται μια αιτία που τις παρακινεί δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι καμία πράξη μας δεν μπορεί να είναι ελεύθερη, αφού, όπως φάνηκε από το παράδειγμά μας, η έννοια της αιτιότητας είναι ανεπίτρεπτο να συγχέεται με την έννοια του καταναγκασμού. Ή για να το πούμε με άλλα λόγια το γεγονός ότι πίσω από πράξεις του καταναγκασμού υπάρχει μια αιτία που τις προκαλεί, όπως ακριβώς υπάρχει μια αιτία πίσω και από τις πράξεις της ελεύθερης βούλησης δεν θα πρέπει να μας κάνει να εξισώσουμε την ελευθερία με τον εξαναγκασμό, αφού στην πρώτη περίπτωση η αιτία της πράξης μου βρίσκεται μέσα μου και είναι αποκλειστικά υπό τον έλεγχό μου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η αιτία των πράξεών μου βρίσκεται έξω από μένα και τον έλεγχό μου. Άλλο πράγμα είναι λοιπόν να αποφασίσω να σηκώσω το τηλέφωνο γιατί κάποιος με εξαναγκάζει και άλλο να σηκώσω το τηλέφωνο γιατί μόνος μου το αποφάσισα, αφού στην πρώτη περίπτωση δεν μπορώ να άρω την αιτία που με αναγκάζει και με παρωθεί κυριαρχώντας πάνω μου, ενώ στη δεύτερη μπορώ.

H άποψη του Xιουμ μπορεί να φωτίσει όσα λέει ο Καντ για τα αίτια των πράξεών μας, αφού, κατ’ αυτόν, υπάρχουν αιτίες που μας εξαναγκάζουν να κάνουμε αυτό ή εκείνο (και άρα δεν ευθυνόμαστε για τις πράξεις μας) και αιτίες που προξενούν τις πράξεις μας χωρίς όμως να μας εκβιάζουν τη βούλησή μας (γι’ αυτό και ευθυνόμαστε γι’ αυτές).

Για να κατανοήσουμε το σημείο αυτό με ένα παράδειγμα μπορούμε να αναλογιστούμε έναν μαθητή που σπρωγμένος από τη σφοδρή επιθυμία να αποκτήσει ένα στυλό του σαν αυτόν του συμμαθητή του, τον κλέβει. Κατά τον Καντ η πράξη αυτή είναι ελεύθερη -αν και όπως είδανε προκαλείται από τη σφοδρή επιθυμία του μαθητή του παραδείγματος μας να αποκτήσει τον στυλό που πάντοτε ήθελε- γιατί η αιτία που προξενεί την πράξη του βρίσκεται εντός του ελέγχου του. Aντίθετα, αν ο μαθητής του παραδείγματός μας κλέψει το στυλό είτε γιατί είναι κλεπτομανής είτε γιατί ενεργεί υπό το κράτος της βίας σπρωγμένος από μια ψυχολογική αναπηρία, οι πράξη του δεν μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερη γιατί η αιτία της δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχό του.

Βέβαια στην πράξη δεν είναι πάντοτε εύκολο να διακρίνουμε πότε εξαναγκάζεται μια ενέργειά μας και πότε απλώς προξενείτε, πότε ένα συναίσθημα θα πρέπει να θεωρείται τόσο ισχυρό ώστε να μας καθιστά ακαταλόγιστους και πότε όχι, ελπίζοντας αν και οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να πιστεύουν στην αξία της αγωγής που εξημερώνει τα ήθη. Κατά τον Καντ «η ηθική αξία των πράξεών μας δεν έγκειται στο αποτέλεσμα που προσδοκούμε απ’ αυτές συνεπώς δεν έγκειται ούτε και σε κάποιο αξίωμα, το οποίο θα είχε ως πηγή και κίνητρό του αυτό το προσδοκώμενο αποτέλεσμα» γιατί «κάθε εμπειρικό στοιχείο δεν είναι μόνο εντελώς ακατάλληλο ως βοήθημα στο αξίωμα της ηθικότητας αλλά και βλαβερότατο για την καθαρότητα των ηθών». Πραγματικά ελεύθερος, λοιπόν, είναι, κατά τον Καντ, μόνο ο άνθρωπος εκείνος που δεν βρίσκεται υπό την επιρροή καμιάς ψυχολογικής αιτίας, παθών, εξαρτήσεων και ροπών είτε εσωτερικών είτε εξωτερικών. «Αν εξετάσουμε τον εαυτό μας σε κάθε παράβαση του καθήκοντος», γράφει χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος, «θα ιδούμε ότι πράγματι δεν θέλουμε να γίνει ο γνώμονας μας καθολικός νόμος και μάλιστα θέλουμε να παραμείνει καθολικός νόμος το αντίθετο του γνώμονά μας. Κατά τη στιγμή της παράβασης εκμεταλλευόμαστε απλά την ελευθερία του να κάνουμε μια εξαίρεση για τον εαυτό μας (ή τουλάχιστο μόνο γι’ αυτή τη φορά) για να ικανοποιηθεί η ροπή μας. Συνεπώς εάν εξετάζαμε τα πάντα από την άποψη της λογικής θα συναντούσαμε μια αντίφαση μέσα στην ίδια τη θέλησή μας γιατί αφενός θέλουμε να είναι ένα αξίωμα αντικειμενικά αναγκαίο ως καθολικός νόμος αφετέρου όμως θέλουμε να μην ισχύει υποκειμενικά ως κάτι καθολικό και να επιδέχεται εξαιρέσεις. Αλλά εάν κοιτάξουμε την ίδια πράξη αφενός από την άποψη μιας θέλησης εντελώς σύμφωνης προς τη λογική αφετέρου από την άποψη μιας θέλησης επηρεασμένης από μια ροπή στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εδώ αντίφαση αλλά ένας ανταγωνισμός της ροπής προς την ηθική προσταγή ο οποίος μεταβάλλει την καθολικότητα του αξιώματος (universalitas) σε απλή γενικότητα (generalitas) έτσι ώστε το αξίωμα της πρακτικής λογικής να ψευτοσυμβιβάζεται με τον γνώμονα».

Με τον τρόπο αυτό ο φιλόσοφος επιτυγχάνει στην ηθική του τρεις αλληλένδετους στόχους:

1. να υπερβεί τον ηθικό φιλελευθερισμό που θεωρούσε ως ηθικά αξιόλογες μόνο τις πράξεις εκείνες που να είναι απολύτως ελεύθερες από κάθε είδους προσδιορισμό. Κατά τον Καντ η έννοια της ελευθερίας δεν αντιβαίνει προς την έννοια της αιτιότητας αλλά αντίθετα την προϋποθέτει. Η έννοια της αιτιότητας, παρατηρεί συγκεκριμένα ο Καντ, που συνοδεύεται από τη έννοια των νόμων, σύμφωνα προς του οποίους από κάτι που ονομάζεται αιτία πρέπει να γίνει κάτι άλλο που ονομάζεται αποτέλεσμα, δεν έχει εφαρμογή μόνο στις επιστήμες αλλά και στην ηθική, αφού και τη τελευταία αυτή «κάθε αποτέλεσμα είναι δυνατό μόνο σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο νόμο». Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει, κατά τον Καντ, να μας κάνει να μπερδέψουμε τους φυσικούς νόμους με του ηθικούς γιατί «η φυσική αναγκαιότητα είναι η ιδιότητα την οποία έχει η αιτιότητα όλων των άλογων όντων να καθορίζεται στην δραστηριότητά της από την επίδραση ξένων αιτίων (ετερονομία)», ενώ η ηθική αναγκαιότητα δεν είναι τίποτε άλλο «παρά η ιδιότητα της θέλησης να είναι η ίδια νόμος στον εαυτό της (αυτονομία)».

2. να προσδιορίσει την έννοια της ελευθερίας της βούλησης όχι μόνο αρνητικά αλλά και θετικά. Κατά τον Καντ «ελευθερία είναι η ιδιότητα της βούλησης μας να μπορεί να πράττει ανεξάρτητα από ξένα καθοριστικά αίτια». Ωστόσο επειδή, όπως ορθά επισημαίνει ο φιλόσοφος, «αυτή η εξήγηση της ελευθερίας μας είναι αρνητική και συνεπώς ακατάλληλη να μας διαφωτίσει (είτε) ως προς την ουσία της (ελευθερίας) είτε ως προς το πώς θα πρέπει να την αξιοποιήσουμε. «Η ελευθερία», γράφει ο Καντ, «δεν είναι η ιδιότητα της θέλησης να υποτάσσεται σε φυσικούς νόμους», αλλά η ιδιότητα της να υπόκειται σε αμετάβλητους και ειδικούς νόμους, που όμως δεν της επιβάλλονται απ’ εξώ αλλά τους έχει επιλέξει η ίδια. Η ελευθερία της βούλησής έχει στην ηθική του Καντ δυο παραμέτρους: α. πρέπει να είναι απόλυτη αλλιώς είναι σαν να μην υπάρχει και β. εφόσον εκφραστεί δεν δικαιούται να παρεκκλίνει από τις επιλογές της. «Ως έλλογο ον», γράφει ο Καντ, «και άρα ως ον του νοητού κόσμου ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να σκεφτεί αλλιώτικα την αιτιότητα της θέλησής του παρά μόνο με την ιδέα ότι είναι ελεύθερος γιατί ελευθερία είναι ανεξαρτησία από τα καθοριστικά αίτια του αισθητού κόσμου και αυτή την ανεξαρτησία η λογική πρέπει πάντα να την αποδίδει στον εαυτό της». Ωστόσο, συνεχίζει ο Καντ, επειδή «η ιδέα της ελευθερίας συνδέεται αδιαχώριστα με την έννοια της αυτονομίας (η ελευθερία μας δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από) το αξίωμα της ηθικότητας (το οποίο μας προτρέπει να πράττουμε σύμφωνα με ένα γνώμονα που θα θέλαμε να εκληφθεί ως καθολικός νόμος). Κατά τον Καντ, λοιπόν, το δικαίωμα μας να επιλέγουμε μόνοι μας τους κανόνες που θα ρυθμίσουμε τη ζωή μας, μας στερεί κάθε δικαίωμα απόκλισης απ’ αυτούς. Ή για να το πούμε με άλλα λόγια επειδή εγώ μόνος μου επέλεξα τις αρχές μου φέρω και την αποκλειστική ευθύνη της πραγμάτωσής τους, αφού όφειλα πριν τους επιλέξω να σκεφτώ το ενδεχόμενο να κληθώ να τους εφαρμόσω. «Το δεν μπορώ», λέει αναφερόμενος στο θέμα αυτό ο Πελεγρίνης, δεν υφίσταται στο πλαίσιο της καθαρής μορφής της βούλησή μας επειδή, εν ονόματι της απόλυτης ελευθερίας της, έχουμε τη δυνατότητα να προβούμε στις επιλογές μας τις οποίες κρίνουμε ότι μπορούμε να τις φέρουμε εις πέρας» και σε καμία περίπτωση να μην θελήσουμε να εξαιρεθούμε απ’ αυτές.

3. να μας αποκαλύψει τη εννοιολογική διαφορά που υφίσταται μεταξύ των εκφράσεων «πράττω σύμφωνα με το καθήκον μου» και «πράττω από καθήκον», αφού, όπως λέει ο φιλόσοφος, «είναι πράγματι εντελώς αδύνατο να εξακριβωθεί μέσω της εμπειρίας έστω και μια μόνο περίπτωση όπου μια σύμφωνη προς το καθήκον βασίστηκε μόνο σε ηθικά αίτια και στην ιδέα του καθήκοντος (καθ’ εαυτήν)».

Η έκφραση «πράττω από καθήκον», παρατηρεί ο Καντ, έχει ηθική αξία, ενώ η έκφραση «πράττω σύμφωνα με το καθήκον μου» δεν έχει για δύο λόγους: Α. γιατί η πρώτη είναι συνθετική και εκφράζει το καθήκον μας υπό αυστηρό και στενό νόημα, ενώ η δεύτερη αναλυτική και εκφράζει το καθήκον μας υπό ευρεία έννοια. Μάλιστα ο φιλόσοφος θεωρεί ότι μόνο την πρώτη περίπτωση το καθήκον μας είναι αδυσώπητο ενώ στην δεύτερη είναι απλώς αξιέπαινο. Ή για να το πούμε με άλλα λόγια ο όρος καθήκον στην φράση «πράττω από καθήκον», εκφράζει, κατά τον Καντ, ένα κατηγορικό (ή απροσδιόριστο) καθήκον, που φανερώνει μια συνθετική a priori πρόταση, μια πρόταση δηλαδή που «η αντικειμενική της αναγκαιότητα δεν μπορεί να βασίζεται σε κάποια προϋπόθεση», ενώ ο ίδιος όρος στη φράση «πράττω σύμφωνα με το καθήκον» εκφράζει ένα εμπειρικό κίνητρο ή μια ροπή ιδιότητα, που φανερώνει μια αναλυτική πρόταση, μια πρόταση δηλαδή που «το προτιθέμενο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια τέτοια διαδικασία». «(Το κατηγορικό καθήκον), λέει χαρακτηριστικά ο Καντ, είναι δυνατό μόνο και μόνο γιατί η ιδέα της ελευθερίας με κάνει μέλος του νοητού κόσμου και εάν ήμουν μέλος μόνο αυτού του κόσμου όλες οι πράξεις μου θα ήσαν πάντα σύμφωνες με την αυτονομία της θέλησης αλλά μια και θεωρώ τον εαυτό μου ταυτόχρονα ως μέλος του αισθητού κόσμου οι πράξεις μου οφείλουν να είναι σύμφωνες με την αυτονομία». Β. γιατί ενώ μπορώ να βιώσω συγκρούσεις καθηκόντων ή να έχω αμφιβολίες για το τι είναι καθήκον μου σε μια δεδομένη στιγμή, δεν μπορώ επ’ ουδενί να αμφιβάλλω για το ηθικό μου χρέος. Κατά τον Καντ «αυτό που θεμελιώνει τις (ηθικές μας) υποχρεώσεις δεν πρέπει να αναζητηθεί μέσα στη φύση των ανθρώπων ή στα εξωτερικά περιστατικά (αυτά είναι κατά τον αμφιλεγόμενα και κανείς από μας δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει) αλλά μόνο a priori μέσα (δηλαδή) στις έννοιες της λογικής (που είναι κοινές γι’ όλους). Μάλιστα ο φιλόσοφος θεωρεί πως «κάθε διαταγή που στηρίζεται σε εμπειρικά αξιώματα κι έχει έστω και κατά το ελάχιστο –ίσως κατά ένα και μόνο κινητικό αίτιο εμπειρικά θεμέλια μπορεί ασφαλώς να ονομαστεί πρακτικός κανόνας ποτέ όμως ηθικός νόμος».

Όλα αυτά αποδεικνύουν κατά τον Καντ πως τα καθήκοντα μας υπό ευρεία έννοια δεν είναι προϊόντα της καθαρής βούλησής μας εάν και είναι στο χέρι μας εάν θα ανταποκριθούμε σε αυτά ή όχι, ενώ οι ηθικές μας υποχρεώσεις ή όπως λέει ο φιλόσοφος τα καθήκοντα μας υπό στενή έννοια είναι, γι’ αυτό και όπως χαρακτηριστικά λέει ο φιλόσοφος, τα τελευταία αυτά δεν επιδέχονται καμία εξαίρεση προς όφελος της ροπής. Ή για να το πούμε με άλλα λόγια, κατά τον Καντ, για να είναι μια πράξη καλή από ηθική άποψη δεν αρκεί να γίνεται σύμφωνα με το νόμο –γιατί πολύ συχνά και η ανηθικότητα, όπως ορθά παρατηρεί ο Καντ, παράγει πράξεις σύμφωνες με το νόμο- αλλά να γίνεται ένεκα τούτου.



ΙΙΙ. Τα τέλεια καθήκοντα μας λοιπόν δεν πρέπει, όπως απέδειξε ο Καντ, να συγχέονται με τα ατελή, αφού, όπως είδαμε, τα πρώτα δεν λειτουργούν μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, ταυτίζονται δηλαδή με το ηθικό μας χρέος, ενώ τα δεύτερα μόνο εξωτερικά. Εάν, όμως, όπως ορθά παρατηρεί ο Καντ, συνδέσουμε το καθήκον μας με την εμπειρία θα το καταστήσουμε μια κενή φαντασία και μια χιμαιρική έννοια», αφού η εμπειρία δεν μας επιτρέπει να επιλέξουμε μόνοι μας τα καθήκοντά μας παντελώς ελεύθεροι από κάθε είδους επηρεασμό, αλλά μας τα υπαγορεύει. Αυτήν την ποιοτική διαφορά που, κατά τον Καντ, χωρίζει το καθήκον από το ηθικό χρέος δεν την αντιλαμβάνονται συνήθως οι άνθρωποι γιατί σκέφτονται τους ηθικούς κανόνες εμπειρικά και κατά το περιεχόμενό τους και όχι καθαρά κατά τη μορφή τους. Ωστόσο την αντιλαμβάνονται οι φιλόσοφοι οι οποίοι έχουν, κατά τον Καντ, καθήκον να την τονίζουν και να την εκλαϊκεύουν και να τη διδάσκουν, αφού όποιος ασχολείται με τη φιλοσοφία δεν πρέπει να προσφέρει στους άλλους τροφή με σκοπό να ικανοποιήσει τις ορέξεις τους (ή τις συνήθειές του) αλλά με σκοπό να του τις αλλάξει»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου